26.2.19

Σάββατο 2 Mαρτίου 2019

ΕΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΙΕΣ / LOVE AND FRIENDSHIP (2016)

Σκηνοθεσία: Γουίτ Στίλμαν
Σενάριο: Γουίτ Στίλμαν
Hθοποιοί: Κέιτ Μπεκινσέιλ, Κλόι Σεβινί, Ξαβιέρ Σάμιουελ
Κατηγορία: Κομεντί
Χώρα: Ιρλανδία
Διάρκεια: 90’

Ξεκαρδιστική κωμωδία εποχής βασισμένη στο διήγημα της Τζέιν Ώστιν «Lady Susan» που δημοσιεύθηκε το 1871.Στην Αγγλία του τέλους του 18ου αιώνα η χήρα Σούζαν Βέρνον, μια δυναμική και όμορφη γυναίκα, εγκαθίσταται στην έπαυλη των πεθερικών της και σχεδιάζει πώς θα εξασφαλίσει έναν καλό γαμπρό τόσο για τον εαυτό της όσο και για τη νεαρή κόρη της
Εμβληματική φωνή της αγγλικής λογοτεχνίας του 18ου αιώνα, η Τζέιν Όστιν (1775-1817) εξέδωσε μόλις τέσσερα μυθιστορήματα κατά τη διάρκεια της ζωής της, ενώ τρία ακόμα εκδόθηκαν μετά το θάνατό της. Τελευταίο ήταν το «Λαίδη Σούζαν», γραμμένο το 1794 ως επιστολικό μυθιστόρημα και με σαφή διάθεση να υπονομεύσει παιχνιδιάρικα μια σειρά στερεοτύπων της ρομαντικής λογοτεχνίας. Αυτή η ανάλαφρη, υπόγεια χιουμοριστική διάθεσή της άλλωστε, συνδυασμένη με το ρομαντικό στοιχείο και τη λεπτή κοινωνική κριτική είναι που έχτισαν τη διαχρονική φήμη της Βρετανής συγγραφέα, της οποίας τα έργα διασκευάζονται επανειλημμένα έως σήμερα στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη.
Έχοντας ζήσει χρόνια στη Βαρκελώνη και εργαστεί ως δημοσιογράφος, ηθοποιός και ατζέντης, ο σπουδαγμένος στο Χάρβαρντ Αμερικανός Γουίτ Στίλμαν κέρδισε μια οσκαρική υποψηφιότητα πρωτότυπου σεναρίου για το γουντιαλενικό ντεμπούτο του «Metropolitan» το 1990. Στα επόμενα χρόνια σκηνοθέτησε άλλες τρεις ταινίες («Barcelona», «The Last Days of Disco», «Damsels in Distress»), για να επιστρέψει με μια ιδιότυπη ταινία εποχής. Τη διασκευή της «Λαίδης Σούζαν», με τίτλο δανεισμένο από ένα  διήγημα που η 14χρονη Όστιν έγραψε σε έντονα σατιρικό τόνο προς τέρψη της οικογένειάς της.
  Χωρίς να απομακρυνθεί από τον επιτυχημένο τρόπο με τον οποίο σχετικά πρόσφατα οι Ανγκ Λι («Λογική και Ευαισθησία») και Τζο Ράιτ («Περηφάνια και Προκατάληψη») μετέφεραν έργα της Όστιν στην οθόνη, ο Στίλμαν υιοθετεί ένα ακόμα πιο σαρκαστικό ύφος, απόλυτα ταιριαστό με το πνεύμα του πρωτότυπου κειμένου.
Για την Όστιν, όλο το παιχνίδι (κοινωνικών διαφορών, ανδροκρατούμενης λογικής και καταπιεσμένων γυναικών, κομψών λόγων και «κοφτερών» υπονοουμένων) είναι στημένο πάνω στις λεπτομέρειες και τις λεπτές αποχρώσεις, με τον Στίλμαν να αποδεικνύεται ένας εξαίρετος κινηματογραφικός παίκτης του, από τον «μουσικό» αφηγηματικό ρυθμό ως τα χρώματα των κοστουμιών και την κίνηση των ηθοποιών/χαρακτήρων στο χώρο.


18.2.19


Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019
ΚΑΡΔΙΑ ΒΟΥΝΟ / VIRGIN MOUNTAIN (2015)


Σκηνοθεσία: Νταγκούρ Κάρι
Σενάριο: Νταγκούρ Κάρι
Πρωταγωνιστούν: Γκούναρ Γιόνσον, Ιλμουρ Κριστιάνσντοτιρ
Κατηγορία: Δραμεντί
Χώρα: Ισλανδία
Διάρκεια: 93’
Διακρίσεις :  Καλύτερη Σκανδιναβική ταινία της χρονιάς Nordic Film Council.
Βραβείο καλύτερου σεναρίου στο Φεστιβάλ Tribeca


Ο καλόκαρδος γίγαντας Φούσι έχει πια πατήσει για τα καλά τα σαράντα και ακόμα δεν έχει το κουράγιο να ενηλικιωθεί, καθώς εξακολουθεί να ζει στο πατρικό του μαζί με τη μητέρα του. Κινείται σχεδόν σαν υπνωτισμένος μέσα σε μια καθημερινότητα όπου η ρουτίνα κυριαρχεί. Οταν μια γυναίκα γεμάτη ζωντάνια, ένα τραγούδι της Ντόλι Πάρτον και ένα οκτάχρονο κοριτσάκι εμφανιστούν αναπάντεχα στη ζωή του, θα αναγκαστεί να ρισκάρει και να βιώσει στ' αλήθεια όσα του προσφέρει η ζωή.

Η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Ισλανδού σκηνοθέτη Νταγκούρ Κάρι («Nói Albinói», «Dark Horse»), ενός δημιουργού με ιδιαίτερη αδυναμία στους περιθωριακούς χαρακτήρες, δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας: Το σινεμά βρίθει από ποικίλου ύφους ιστορίες ενηλικίωσης ενηλίκων που αρνούνται πεισματικά να μεγαλώσουν, ακόμα κι έτσι, όμως, η «Καρδιά Βουνό» καταφέρνει να ηχεί στο μεγαλύτερο μέρος της αυθεντική, κυρίως επειδή έχει την... καρδιά της στη θέση της.
Ο ήρωας της είναι μια κλασική περίπτωση άνδρα που μοιάζει να μην πέρασε ποτέ πραγματικά το κατώφλι της ενηλικίωσης και των ευθυνών που αυτή συνεπάγεται. Έχοντας κλείσει τα σαράντα, ο παχύσαρκος και αντικοινωνικός Φούσι παραμένει εξαρτημένος από τη μητέρα του, χτίζει μοντέλα μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο σαλόνι τους και αντιμετωπίζει στωικά την ανιαρή δουλειά του μεταφέροντας αποσκευές στο αεροδρόμιο, όπου πέφτει διαρκώς θύμα εξευτελισμού από τους συναδέλφους του, ενώ οι μοναδικές του έξοδοι είναι τα μοναχικά του δείπνα σε ένα ταϊλανδέζικο εστιατόριο όπου παραγγέλνει πάντα το ίδιο πιάτο και οι βόλτες με το αμάξι, συντροφιά με τον αγαπημένο του ραδιοφωνικό σταθμό.
Η γνωριμία του με τη Σιόφν, μια φαινομενικά έξω καρδιά γυναίκα που συναντά στα μαθήματα χορού που δέχεται απρόθυμα ως δώρο γενεθλίων από τη μητέρα του και τον εραστή της, αποτελεί το σεναριακό εύρημα για τη βίαιη έξοδο του Φούσι από την αναπόδραστη ρουτίνα του και την πορεία του προς μια καθυστερημένη ενηλικίωση, καθώς εκείνη αποδεικνύεται συναισθηματικά ασταθής, κυκλοθυμική, καταθλιπτική και εν τέλει μάλλον περισσότερο απροσάρμοστη από εκείνον.
Η μετ’ εμποδίων σχέση τους αποπνέει μια αφοπλιστική τρυφερότητα και αυθεντική συγκίνηση, καθώς ο Φούσι βρίσκει σε αυτήν την αφορμή να φροντίσει για πρώτη φορά με τη σειρά του κάποιον άλλο, ο οποίος το έχει ανάγκη ενδεχομένως περισσότερο από εκείνον, έστω κι αν δεν καταφέρνει ποτέ να απογειωθεί σε μια πραγματικά εκκεντρική ιστορία αγάπης (όπως για παράδειγμα έκανε ανεπανάληπτα το «Χτυπημένος από  Έρωτα» του Πολ Τόμας Αντερσον, που αναπόφευκτα έρχεται φευγαλέα στο μυαλό).
Με διακριτικό, υπόγειο χιούμορ, μινιμαλιστική αισθητική, έμφυτη συμπάθεια για τους ιδιότροπους ήρωές του και την τόλμη να θίγει τις ανθρώπινες προκαταλήψεις (η αντιμετώπιση της κατάθλιψης της Σιόφν από το αφεντικό της, η αθώα σχέση του Φούσι με τη βαριεστημένη οκτάχρονη κόρη του γείτονά του που προκαλεί ένα σχεδόν αβάσταχτο σασπένς για το πώς μπορεί να εκληφθεί από τον περίγυρό του), το φιλμ αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ενός σύγχρονου ισλανδικού σινεμά που αρέσκεται σε φευγάτες, ιδιοσυγκρασιακές κομεντί που ενίοτε φλερτάρουν με έναν άγριο ρεαλισμό.
Κι αν κάποιες φορές ο Κάρι ολισθαίνει σε μία κάποια σχηματοποίηση και προβλέψιμη εξέλιξη της λεγόμενης γλυκόπικρης συνομοταξίας, την ίδια στιγμή δεν χάνει ποτέ την επαφή του με την πραγματικότητα, χτίζοντας το πειστικό πορτρέτο ενός εσωστρεφούς καλοκάγαθου γίγαντα που δειλά δειλά αρχίζει να γνωρίζει πραγματικά τον κόσμο γύρω του. Ολα αυτά, βέβαια, δεν θα ήταν τα ίδια χωρίς την εκπληκτική ερμηνεία του Γκούναρ Γιόνσον, στο χαμηλωμένο βλέμμα και τα διστακτικά χαμόγελα του οποίου συνοψίζονται η στωικότητα και η ανομολόγητη δίψα μιας ολόκληρης ζωής.
Θανάσης Πατσαβός 



11.2.19

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

ΤΖΑΝΓΚΟ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΣΟΥΙΝΓΚ / DJANGO (2017)

Σκηνοθεσία: Ετιέν Κομάρ
Σενάριο: Ετιέν Κομάρ, Αλέξις Σαλάτκο
Πρωταγωνιστούν: Ρεντά Κατέμπ, Σεσίλ ντε Φρανς
Κατηγορία: Μουσική, βιογραφική
Xώρα: Γαλλία
Διάρκεια: 117’
Διακρίσεις: Επίσημο άνοιγμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου 2017.

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο τσιγγάνος Τζάνγκο Ράινχαρτ  χορεύει το Παρίσι με τη σουίνγκ μουσική του, ενώ την ίδια στιγμή οι τσιγγάνοι της Ευρώπης καταδιώκονται από τους Ναζί. Όταν η Γερμανική προπαγάνδα του ζητάει να πάει στο Βερολίνο για συναυλίες, συναισθάνεται τον κίνδυνο και αποφασίζει να διαφύγει στην Ελβετία.

Η βιογραφική ταινία για τον ιδιοφυή κιθαρίστα της τζαζ Τζάνγκο Ράινχαρντ δραματοποιεί την περίοδο κατά την οποία ο γεννημένος στο Βέλγιο Τσιγγάνος βιρτουόζος βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του στο κατεχόμενο από τους Γερμανούς Παρίσι, το 1943, και προσπάθησε, με τη βοήθεια της Γαλλίδας ερωμένης, φίλης και φανατικής θαυμάστριας της τέχνης του Λουίζ Λε Κλερκ να διαφύγει με την οικογένειά του ‒ σε μια παρατεταμένη σεκάνς που συνδυάζει ελαφρά περιπέτεια με τη Μελωδία της Ευτυχίας. Στο επίκεντρο παραμένει η νομαδική, ρευστή προσωπικότητα ενός αυθεντικού καλλιτέχνη, δύσκολου να δαμαστεί, γνήσια απρόθυμου να περιοριστεί στην κανονικότητα μιας συνεπούς καριέρας, ειδικά σε τόσο ακραίες περιστάσεις, και μάλιστα απέναντι σε εχθρούς που θεωρούσαν τη μουσική του «μαϊμουδίστικη» και τον ίδιο, άκακο διασκεδαστή.   Ένθεν και ένθεν, ο Ετιέν Κομάρ, παραγωγός του Ενώπιον θεών και ανθρώπων, που σκηνοθετεί για πρώτη φορά, επισημαίνει την ελάχιστα ουμανιστική στάση των Γάλλων δωσίλογων απέναντι στη μανία των ναζί να μαντρώσουν τους Ρομά και να τους ξαποστείλουν σε στρατόπεδα και επιμένει στη συνθετική μαεστρία και στην εκτελεστική δεινότητα του Ράινχαρντ. Το μουσικό κομμάτι της ταινίας είναι απολαυστικό, μια βουτιά στην πρωτοποριακή, σουίνγκ χρήση της κιθάρας με ένα groove πρωτόγνωρο και μεταδοτικό, που όσο κρατά, δεν θες να τελειώσει ‒ κι ευτυχώς, ο Κομάρ δεν τσιγκουνεύεται τη διάρκεια και την ένταση στα κομμάτια, με πλάνα που εστιάζουν στο «παιχτικό» τμήμα και στο πάθος που συνεπαίρνει τον καλλιτέχνη. Η νομαδική του φύση, ο έρωτας και η σχέση του με συναδέλφους, οικογένεια και γνωστούς εκτυλίσσονται μάλλον τυπικά, περισσότερο σαν διάλειμμα στη μουσική του παρά σαν δράμα που εξιτάρει.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ


4.2.19


Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

ΔΩΡΟ ΤΩΝ ΘΕΩΝ / EIN GESCHENK DER GÖTTER *(2014)

Σκηνοθεσία:  Όλιβερ Χάφνερ 
Σενάριο:  Όλιβερ Χάφνερ 
Πρωταγωνιστούν: Αδάμ Μπουσδούκος, Καταρίνα Μαρί Σούμπερτ, Πολ Φάσναχτ
Κατηγορία: Κομεντί  
Χώρα: Γερμανία
Διάρκεια: 102'
Διακρίσεις:  Η ταινία κέρδισε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μονάχου 2014 το Βραβείο Κοινού και της Καλύτερης Παραγωγής.

*Η ταινία προβάλλεται  σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε. Η είσοδος είναι δωρεάν.*

Μαθήματα αρχαίου δράματος και κοινωνικής αλληλεγγύης σε μια εύκολων λύσεων κωμωδία με άρωμα Κεν Λόουτς.
Να μια ιδέα που θα άρεσε στον Κεν Λόουτς: Απολυμένη ηθοποιός από το θέατρο όπου δούλευε χρόνια, η 36χρονη Άννα βρίσκεται στην ουρά του γραφείου ευρέσεως εργασίας και από εκεί επικεφαλής μιας ομάδας ανέργων, οι οποίοι, αντί να παρακολουθήσουν μαθήματα πληροφορικής, αναγκάζονται να κάνουν πρόβες για το ανέβασμα της «Αντιγόνης». Η ετερόκλητη προλεταριακή ομάδα, η κοινωνική πίεση που δημιουργεί έριδες, αλλά και αφορμές για εκδήλωση αλληλεγγύης, ένας σκοπός που ενώνει και μια μάχη που σημασία έχει να δοθεί κι όχι απαραίτητα να κερδηθεί...
Ο Όλιβερ Χάφνερ δεν είναι ούτε ο Λόουτς ούτε ο μόνιμος σεναριογράφος του, Πολ Λάβερτι, γι’ αυτό και δυσκολεύεται να ξεφύγει από τα εύκολα σχήματα τόσο όσον αφορά στην πλοκή όσο και στους «δειγματοληπτικούς» χαρακτήρες (ανάμεσά τους και ο χύμα Ελληνάρας Δημήτρης Στεφανίδης του cool Αδάμ Μπουσδούκου). Όμως η ματιά του απέναντι στους losers  ήρωές του είναι ζεστή και ο ρεαλισμός των καταστάσεων ελεγχόμενος, ενώ η Καταρίνα Μαρί Σούμπερτ δίκαια απέσπασε υποψηφιότητα για το βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου της Γερμανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Χρήστος  Μήτσης