28.9.10

L`Argent - Money - Το χρήμα

Παρασκευή 1/10  Καρλόβασι
Σάββατο 2/10 και Κυριακή 3/10 Βαθύ 

· Είδος: Αστυνομική
· Παραγωγής: 1983
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 20 Αυγούστου 2009
· Διάρκεια: 85'
· Διανομή: ArtFree
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Χώρα προέλευσης: Γαλλία
· Γλώσσα: Γαλλικά - Ιταλικά
· Συντελεστές:


Robert Bresson ....Σκηνοθέτης 

Vincent Risterucci ... Lucien
Caroline Lang ... Elise
Bruno Lapeyre ... Martial
Jeanne Aptekman ... Yvette
Βασισμένη σε διήγημα του Leo Tolstoy

Υπάρχει μια φράση στην αρχή της ταινίας που μόνο οι φανατικοί που θα τη δουν για τρίτη ή τέταρτη φορά αντιλαμβάνονται τη σημασία της: Οι δύο μαθητές οι οποίοι σε λίγο θα θέσουν σε κυκλοφορία το πλαστό χαρτονόμισμα ξεφυλλίζουν ένα φωτογραφικό λεύκωμα με γυναικεία γυμνά της Μπελ Επόκ. «Το ανθρώπινο σώμα είναι όμορφο», σχολιάζει ο ένας από τους δυο.  Πρόκειται για μια φράση «οδοδείκτη», που προσδιορίζει, σύμφωνα με τα πιστεύω του Jansenιστή Μπρεσσόν (Cornelius Jansen, 1585-1638, Ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος της πόλεως Ypres της Φλάνδρας, ο οποίος απέρριπτε την ελεύθερη βούληση και πίστευε στην ανένδοτη χάρη και στην περιορισμένη εξιλέωση ) ότι βρισκόμαστε σε μια μετα-χριστιανική εποχή, όπου τα πάντα επιτρέπονται…  
Ο Robert Bresson υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές που γνώρισε η κινηματογραφική Τέχνη. Όχι τόσο για το αριστουργηματικό έργο που άφησε, το οποίο απαριθμείται σε 14 συνολικά ταινίες, αλλά κυρίως για τη διάσταση που έδωσε στον κινηματογράφο. Με τους πειραματισμούς του στην αφήγηση και μια εξωφρενικά μινιμαλιστική σκηνοθεσία μοιάζει να επανεφευρίσκει την 7η Τέχνη, και να την απαλλάσσει ολοκληρωτικά από την όψιμη εικονική της φύση. 
Υπήρξε ιδρυτής, και εδραιωτής θα λέγαμε, του ποιητικού-αφαιρετικού κινηματογράφου. Θεωρεί χρέος του κινηματογραφικού μέσου να ποιήσει έναν παρθενικό στοχασμό πάνω στον κόσμο, και όχι μια αναπαράσταση αυτού. Τίθεται κάθετα αρνητικός στο ότι ο κινηματογράφος οφείλει να αναπαριστά τον κόσμο. Καθώς θεωρεί πως όποιο κομμάτι της πραγματικότητας και να μας φανερώνεται, αυτό στολίζεται με τις μνήμες, τα βιώματα και τα συναισθήματα του θεατή, και εν τέλη παραδίδεται αναπόφευκτα και στωικά στη σφαίρα του υποκειμενικού. Στα πλαίσια αυτά ο Robert Bresson αρνείται τους κανόνες και την παραδοσιακή αφήγηση του cinema. Πολύ σπάνια θα δούμε κάποιο υποκειμενικό-κοντινό πλάνο. Στοχεύει στην "κατασκευή" πρωτότυπων εικόνων, ή καλύτερα στην πρωτότυπη συναρμολόγηση των εικόνων, με τρόπο τέτοιο που θα συνθέτουν ένα εντελώς καινούργιο στοχαστικό σύμπαν, που θα είναι απαλλαγμένο απ` τις προγενέστερες (κινηματογραφικές και μη) εμπειρίες του θεατή. Ο Γάλλος σκηνοθέτης με παρόμοιο τρόπο διαλέγει και τους ηθοποιούς του. Στην ουσία ποτέ δε βλέπουμε ηθοποιούς στις ταινίες του Bresson. Καθώς ο σκηνοθέτης επιλέγει ηθοποιούς "μιας χρήσης" ή "λευκά χαρτιά". Ώστε να μην ανασύρονται απ`το υποσυνείδητο του θεατή ανεπιθύμητες προγενέστερες εντυπώσεις. Ο ηθοποιός στο cinema του Bresson δεν υποδύεται, δεν ερμηνεύει. Απλά υπάρχει μέσω των κινήσεων του, χωρίς κάποιο ψυχοσωματικό βάρος. 
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος που χειρίζεται τις υπόλοιπες "κινηματογραφικές συνιστώσες". Στις ταινίες της 7ης Τέχνης συχνά η ποίηση , η μουσική, η φωτογραφία είναι παράγοντες που διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο στην δραματουργία. Στο σινεμά του Bresson δεν υφίσταται κάτι τέτοιο. Μοναδικός σκοπός της εικόνας είναι να απογυμνωθεί από κάθε δυνατή επιτήδευση. Έτσι τα πάντα αποτυπώνονται με μια μινιμαλιστική ακρότητα. Η μουσική δίνει τη θέση της σε ένα κονσέρτο από φυσικούς ήχους, ήχους του περιβάλλοντος . Ενώ ο λόγος, εκ πρώτης όψεως μοιάζει τουλάχιστον αδιάφορος και απολύτως αποδραματικοποιημένος.   
 Το L` Argent – η τελευταία ταινία του - είναι εμπνευσμένο από τη νουβέλα του Leo Tolstoy "Το Κίβδηλο Χρήμα". Αυτό "Το Κίβδηλο Χρήμα" ο Bresson το τιτλοφορεί απλά ως "Χρήμα". Γιατί για τον Bresson το ίδιο το χρήμα, εξ` ορισμού, είναι μια κίβδηλη κατασκευή. Απ` τη στιγμή μάλιστα που το κατασκευασμένο χαρτονόμισμα αντιπροσωπεύει μια ονομαστική αξία σημαντικά αποκλίνουσα απ` την πραγματική. 
Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε την κυκλοφορία ενός πλαστού χαρτονομίσματος, που μέσα από μια σειρά γεγονότων θα οδηγήσει έναν αθώο στη φυλακή. Ο αθώος έχει πέσει θύμα εις διπλούν. Πρώτον του κίβδηλου χαρτονομίσματος και δεύτερον μιας ψευδορκίας. Όμως αποδέχεται τη μοίρα του χωρίς καμία προσπάθεια υπεράσπισης.  
Στο δεύτερο μέρος, γινόμαστε μάρτυρες μιας ακατανόητης φιλίας-σχέσης. Το θύμα βγαίνει απ` τη φυλακή, με όψη πλέον εγκληματία (καθώς οι έννοιες θύτης-θύμα αλληλομεταβάλλονται με επαναληπτικότητα). Και όμως, μια ηλικιωμένη κυρία, στον μαγνητισμό του πρώτου βλέμματος, θα προσφέρει απλόχερα στέγη και συμπόνια. 
Στο τρίτο μέρος, το λευκό-κάθαρση φαίνεται να κυριαρχεί παρά την κατά τ` άλλα σκουρόχρωμη απόχρωση της ταινίας. Και ενώ ανάμεσα στην δεσπόζουσα καθολική αγριότητα θα παρεμβάλλονται μερικές έντονα ποιητικές σκηνές η σχέση μεταξύ της ηλικιωμένης και του αποφυλακισμένου θα πάρει απρόβλεπτη τροπή . 
Άραγε τι σημαίνει η αποδοχή και η βοήθεια απ` την πλευρά της ηλικιωμένης;Πρόκειται για τη συγχώρεση που ανταλλάσσει ένα εγκόσμιο τέλος για μια υπερκόσμια ανταμοιβή;
κριτική από τον Γιώργο Ευθυμίου (www.cine.gr)

21.9.10

Όλα τα πρωϊνά του Κόσμου

Αυθεντικός Τίτλος:
Tous les Matins du Monde

- Μεταφρασμένος Τίτλος:
Ολα τα Πρωινά του Κόσμου

- Γνωστό και ως:
All the Mornings of the World

· Είδος: Βιογραφική
· Παραγωγής: 1991
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 18 Αυγούστου 2005
· Διάρκεια: 115'
· Διανομή: ArtFree
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Ήχος: Dolby Surround (Prologic)
· Γλώσσα: Γαλλικά

· Συντελεστές :

























Pascal Quignard
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
****Η ομορφιά και η δύναμη της μουσικής, οι ανθρώπινες σχέσεις, ο έρωτας, σε μια ελεγειακή ταινία που προβάλλεται σε επανέκδοση.

Σε επανέκδοση, μια εξαιρετική ταινία βασισμένη σ' ένα αληθινό πρόσωπο, τον Γάλλο μουσικό Σεντ Κολόμπ (Μαριέλ) του 17ου αιώνα, ενός απομονωμένου συνθέτη μιας θαυμάσιας, μελαγχολικής μουσικής, αντίθετης με εκείνη που είχε επιτυχία στο παλάτι του Λουδοβίκου 14ου, και που αναλαμβάνει να μεταδώσει την αγάπη του για μουσική στον νεαρό μαθητευόμενό του Μαρέν Μαρέ (Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ), ο οποίος προτιμά τον έρωτα με μια από τις κόρες του. Στον ρόλο του ηλικιωμένου Μαρέ, που θυμάται την ιστορία, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Με λιγοστό διάλογο, άνεση στην αφήγηση, με πρόσωπα να κινούνται σε μια ελεγειακή ατμόσφαιρα, ο Κορνό κατάφερε να φτιάξει μια εκπληκτική ταινία, είδος «μουσικής δωματίου», που απολαμβάνεται με την ίδια ευφορία με την οποία απολαμβάνεις ένα μινουέτο του Μότσαρτ ή ένα ηλιοβασίλεμα.








10.9.10

Ακαδημία Πλάτωνος

Καρλόβασι 17/9/2010 ώρα 9.00 μμ
Σάμος  18 και 19/9/2010 ώρα 8.30 μμ

Σκηνοθεσία Φίλιππος Τσίτος
Πρωταγωνιστούν 
Αντώνης Καφετζόπουλος
Αναστάς Κοτζίνε
Τιτίκα Σαρινγκούλη
Γιώργος Σουξές
Κων. Κορωναίος

O Σταύρος, ένας σαραντάρης άνδρας, είναι ένας ξενοφοβικός ψιλικατζής στην Ακαδημία Πλάτωνος, ο οποίος περνά όλη του την ημέρα καθισμένος έξω από το μαγαζί μαζί με τους φίλους του, σχολιάζοντας οποιονδήποτε περνά από μπροστά τους. Γνωρίζοντας ελάχιστα για το πραγματικό παρελθόν του μία μέρα θα ανακαλύψει πως όχι μόνο έχει αδελφό, αλλά πως ο αδελφός του είναι Αλβανός. Οι φίλοι του ξαφνικά αρχίζουν να τον κοιτούν με μισό μάτι και ο ίδιος ο Σταύρος μοιάζει να μην είναι σίγουρος για τίποτα στη ζωή του. Βραβείο αντρικής ερμηνείας, βραβείο οικουμενικής επιτροπής και βραβείο επιτροπής Νέων στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Ελάχιστες εγχώριες παραγωγές έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της ξενοφοβίας - γεγονός που εκ πρώτης όψεως προξενεί εντύπωση από τη στιγμή που αποδεδειγμένα είμαστε ένας από τους πλέον ξενοφοβικούς λαούς, από την άλλη όμως είναι αναμενόμενο από τη στιγμή που η ενασχόληση με ένα τέτοιο ζήτημα ισοδυναμεί με εισπρακτική αυτοκτονία. Όλοι θυμόμαστε τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει το «Eduart» και το κύμα ρατσιστικών και εθνικιστικών 'ηλεκτρονικών' σχολίων που συνόδευσε την προβολή του στις ελληνικές αίθουσες. Κατακραυγή στο ίντερνετ, καταστροφή στα ταμεία!
Για να μιλήσουμε ανοιχτά, ο Έλληνας θεατής δεν ταυτίζεται με τον Αλβανό ήρωα. Και δεν ταυτίζεται επειδή δεν τον έχει αποδεχτεί στον κοινωνικό του περίγυρο. "Έτσι είστε;", λένε ο Τσίτος και ο Καρδαράς. "Θα εντάξουμε τον Αλβανό στα κινηματογραφικά δρώμενα δια της πλαγίας οδού. Θα βάλουμε έναν 'ελληναρά', έναν από εμάς αν θέλετε, να μαθαίνει στα τελευταία -άντα του ότι έχει αλβανικές ρίζες". Και εγένετο... «Ακαδημία Πλάτωνος»! - πολύ πιο ταιριαστός τίτλος σε σχέση με το αρχικό και πιο προφανές 'Δε θα γίνεις Έλληνας Ποτέ'.
Με ρεαλισμό σπάνιο για ελληνική κωμωδία και κάδρα που αρκετές φορές θαρρείς πως ξεπήδησαν από φιλμ εκπροσώπου της μεγάλης της nouvelle vague σχολής, η «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι ένα δείγμα κινηματογράφου από εκείνα που σπανίζουν στην εγχώρια παραγωγή. Το θέαμα είναι ξεκαρδιστικό, διακριτικό, τρυφερό και σκληρό όταν πρέπει και -το κυριότερο όλων- δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα της δημαγωγίας. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε από το σινεμά είναι να υψώνει το δάχτυλο και να μας κάνει μαθήματα συμπεριφοράς. Χίλιες φορές μια καλοστημένη περιπέτεια με τον Αμερικανό υπερπράκτορα να λιανίζει τον 'σιχαμερό' Αραβα τρομοκράτη, παρά ηθικοδιδακτικά φιλμικά απορρίμματα σαν το πρόσφατο «Crossing over».
Στον πυρήνα του φιλμ ο χαρακτήρας του Σταύρου, τον οποίο ο Τσίτος σκιαγραφεί διεξοδικά και ανθρώπινα, προσπερνώντας την εύκολη λύση της καρικατούρας. Οι σκηνές που ο Σταύρος ετοιμάζει τη μητέρα του για ύπνο παραπέμπουν σε ιεροτελεστία. Τα 'βαριεστημένα' στιγμιότυπα από την καθημερινότητά του αντανακλούν την κοσμοθεωρία του. Αφού ξέρει ποιος είναι και τι θέλει από τη ζωή, άραγε γιατί τα βράδια δε μπορεί να κοιμηθεί; Όταν η μητέρα του αρχίσει να μιλά αλβανικά η κοσμοθεωρία του θα ανατραπεί! Κι αφού από τις στάχτες του αναγεννηθεί, για πρώτη φορά μετά από καιρό, απαλλαγμένος από επίπλαστες ταυτότητες και κενές προκαταλήψεις, θα μπορέσει σαν πουλάκι να κοιμηθεί!
Συνοδοιπόρος του Τσίτου στο χτίσιμο του πορτρέτου του Σταύρου ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Αποτινάσσοντας μετά από πολύ καιρό την μανιέρα του 'Ακάλυπτου' από πάνω του, πετώντας μακριά οτιδήποτε έχει κάνει ως τώρα (κι έχει κάνει πολλά στην πολυετή καριέρα του), ξεκινά από το ναδίρ και, σκύβοντας πάνω από τον χαρακτήρα του σαν απόφοιτος του actor's studio, φτάνει στο υποκριτικό ζενίθ! Η ερμηνεία του είναι δίχως ίχνος υπερβολής ένα μικρό αριστούργημα!
Κάποιοι βρεφικοί συμβολισμοί (όπως τα δυο διαφορετικά παπούτσια στα πόδια της μάνας) και μερικές σεναριακές στραβοτιμονιές στο φινάλε, προκειμένου οι ήρωες να αποδεχτούν την νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα, αμαυρώνουν ελαφρώς το τελικό αποτέλεσμα, δίχως όμως να του καταφέρουν καίρια πλήγματα. Η «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι μία από τις πλέον ευχάριστες εκπλήξεις του εγχώριου σινεμά και παράλληλα η καλύτερη δυνατή προθέρμανση για τον επερχόμενο «Κυνόδοντα», ένα φιλμ που πραγματικά δε μοιάζει με τίποτα από ότι έχετε δει μέχρι σήμερα! Το ελληνικό σινεμά είναι εδώ ενωμένο, δυνατό! 

Κριτική Γιάννης Βασιλείου  www.cinemanews.gr