26.1.12

Η Παγίδα

ΕΙΔΟΣ: Είδος: ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ, ΘΡΙΛΕΡ
Σκηνοθεσία: ΣΕΡΝΤΑΝ ΓΚΟΛΟΥΜΠΟΒΙΤΣ
Σενάριο: ΜΕΛΙΝΑ ΠΟΤΑ ΚΟΛΙΕΒΙΤΣ, ΣΕΡΝΤΑΝ ΚΟΛΙΕΒΙΤΣ, Βασισμένο στο θεατρικό έργο του ΝΕΝΑΝΤ ΤΕΟΦΙΛΟΒΙΤΣ

Πρωταγωνιστούν : ΝΕΜΠΟΖΑ ΓΚΛΟΓΚΟΒΑΤΣ, ΝΑΤΑΣΑ ΝΙΝΚΟΒΙΤΣ, ΜΙΚΙ ΜΑΝΟΛΟΒΙΤΣ, ΑΝΙΤΣΑ ΝΤΟΜΠΡΑ, ΜΠΟΓΝΤΑΝ ΝΤΙΚΛΙΤΣ, ΒΟΥΚ ΚΟΣΤΙΤΣ, ΒΟΖΙΝ ΤΣΕΤΚΟΒΙΤΣ
Μουσική: ΜΑΡΙΟ ΣΝΑΪΝΤΕΡ
Φωτογραφία: ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΙΛΙΤΣ
Μοντάζ: ΣΜΑΡΚΟ ΓΚΛΟΥΣΑΚ, ΝΤΕΓΙΑΝ ΟΥΡΟΣΕΒΙΤΣ
Χρονολογία παραγωγής: 2007
Χώρα παραγωγής: ΣΕΡΒΙΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΟΥΓΓΑΡΙΑ
Γλώσσα: ΣΕΡΒΟΚΡΟΑΤΙΚΑ
Διάρκεια: 106'

Διανομή: AMA FILMS
Διακρίσεις:
Μεγάλο Βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σόφιας 2007
Πρόταση Σερβίας για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας 2008
Κριτική της ταινίας
 Βασισμένο στο πετυχημένο θεατρικό έργο του Nenad Teofilovic, ο φέρελπις Σέρβος σκηνοθέτης Srdjan Golubovic φτιάχνει ένα σύγχρονο φιλμ νουάρ με δραματικές προεκτάσεις και ηθικά διλήμματα, το οποίο ενθουσίασε κοινό και κριτικούς, κέρδισε το μέγα βραβείο του Φεστιβάλ της Σόφιας.
 Στη μετά-Μιλόσεβιτς Σερβία, με τον απόηχο των πρόσφατων πολέμων να δονεί ακόμη το μυαλό και την ψυχή των κατοίκων της, o αρχιτέκτονας Μλάντεν, ο οποίος ζει με την καθηγήτρια γυναίκα του και τον αγαπημένο τους γιο ευτυχισμένες μέρες, καλείται να πάρει σκληρές αποφάσεις, όταν πρέπει να εξασφαλίσει αρκετές χιλιάδες ευρώ για να χειρουργηθεί το παιδί του που πάσχει από μια βαριάς μορφής καρδιοπάθεια. Του γίνεται πρόταση να δολοφονήσει έναν ισχυρό άντρα του επιχειρηματικού κόσμου με αντάλλαγμα τα απαιτούμενα χρήματα και μπροστά στη ζωή του αγαπημένου του προσώπου, δεν βάζει τίποτε. Εξωθείται λοιπόν στο να λάβει ασυμβίβαστες με τον χαρακτήρα του και τον εσωτερικό του κόσμο αποφάσεις.
Τα πράγματα περιπλέκονται όταν διαπιστώνει ότι γνωρίζει και συμπαθεί την γυναίκα και την κόρη του υποψηφίου θύματος και, κυρίως, όταν εκείνη αποφασίσει να τον βοηθήσει στο πρόβλημά του…..

Νέστορας Πουλάκος [cine.gr]

2. Συνέντευξη του σκηνοθέτη στον Bernd Buder για Berlinale (Ιανουάριος 2007)
Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία;
Οι εφημερίδες στη Σερβία είναι γεμάτες αγγελίες μέσα από τις οποίες οι άνθρωποι ζητούν βοήθεια για τα πολύ άρρωστα παιδιά τους. Θυμάμαι το αίσθημα που είχα όταν είδα για πρώτη φορά αυτές τις αγγελίες: είχα σοκαριστεί. Αλλά συνέβη ό,τι ακριβώς συμβαίνει και με τις ειδήσεις για τις φυσικές καταστροφές: την ίδια ημέρα προκαλούν φόβο, συμπάθεια και θλίψη αλλά την επόμενη μέρα έχουν κιόλας ξεχαστεί.
Οι πρωταγωνιστές είναι άνθρωποι μορφωμένοι που ανήκουν στη μεσαία αστική τάξη. Ο αρχιτέκτονας Mladen και ο γιατρός που χειρουργεί το παιδί έχουν και οι δύο το ίδιο αυτοκίνητο, το 30χρονο Renault r4. Θυμούνται μάλιστα ότι πριν 3 δεκαετίες το συγκεκριμένο αυτοκίνητο είχε διαφημιστεί ως ο "μικρός γίγαντας".
Ο Mladen και η Marija έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο αλλά επιβιώνουν με δυσκολία σε αυτή την νέα εποχή και τις νέες συνθήκες ζωής. Επειδή ακριβώς το να τα «καταφέρνεις» -όπως λέει η Marija σε μία σκηνή- σημαίνει «ξεπερνάς τα όρια της ηθικής». Είναι άνθρωποι φυσιολογικοί, αξιοπρεπείς, καλοί. Η Παγίδα αφορά έναν άνθρωπο φυσιολογικό ο οποίος γίνεται δολοφόνος. Αφορά έναν άνδρα ο οποίος ποτέ δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να σκοτώσει, και την κατάρρευση όλων των ηθικών αξιών στις οποίες πίστευε. Το Renault 4 είναι το κοινό στοιχείο του Mladen και του γιατρού. Ως αυτοκίνητο, το R4 ήταν το σύμβολο της μεσαίας αστικής τάξης, που πλέον δεν υφίσταται στη Σερβία. Στη σημερινή Σερβία που διαρκώς αλλάζει υπάρχουν οι πάρα πολύ πλούσιοι και οι πάρα πολύ φτωχοί. Το R4 τώρα συμβολίζει τη φτώχια αυτών των χαρακτήρων καθώς και την ανικανότητά τους να προσαρμοστούν στη νέα κοινωνία που ζουν.
Πόσο εξοικειωμένος είσαι με τέτοιες εμπειρίες, του καθημερινού δηλαδή αγώνα για επιβίωση;
Η Παγίδα είναι μία ταινία για τους φίλους μου: μορφωμένους, έξυπνους και τίμιους ανθρώπους που πίστευαν ότι οι αξίες που έχουν αρκούν για μία φυσιολογική ζωή. Δυστυχώς, η δεκαετία του ‘90 δημιούργησε στη Σερβία κάποιες νέες αξίες που δεν ξέραμε από πριν την ύπαρξή τους.
Από την άλλη, έχουμε το πολυτελές lifestyle του σκοτεινού επιχειρηματία. Η ταινία σου δίνει αυτό το τμήμα της κοινωνίας στο πρόσωπο της Anica Dobra ως τη γυναίκα του γκάνγκστερ που ψάχνει για έναν "καλό άνθρωπο"…
Στη δεκαετία του ΄90 οι γκάνγκστερ στη Σερβία τριγυρνούσαν με αθλητικές φόρμες, κουβαλούσαν όπλα, τα κεφάλια τους ήταν ξυρισμένα. Ήταν bodybuilders και έμοιαζαν σαν μπουλντόγκς. Οι σημερινοί γκάνγκστερ ή για να είμαστε πιο ακριβείς οι μεγιστάνες επιχειρηματίες, είναι άνθρωποι καλοντυμένοι, μορφωμένοι και με καλούς τρόπους. Ανήκουν σε ένα χειραφετημένο τμήμα της κοινωνίας – την ελίτ. Οι γυναίκες τους είναι όμορφες και έξυπνες και οι ίδιοι είναι καλοί σύζυγοι και στοργικοί πατεράδες. Αλλά το χρήμα τους είναι ματωμένο. Και αυτό είναι που χαρακτηρίζει αυτή τη μεταβατική περίοδο.
Όπως και στην προηγούμενη μεγάλου μήκους ταινία, τον Κινούμενο στόχο (Absolute hundred), αρνείσαι να δημιουργήσεις «ασπρόμαυρους» χαρακτήρες. Βλέπουμε το Mladen, ο οποίος ενώ αρχικά παρουσιάζεται ως στοργικός πατέρας, σταδιακά μετατρέπεται σε ένα είδος διαβόλου. Ποια ήταν η αρχική ιδέα; Να δείξεις τη συναισθηματική ισορροπία των ανθρώπων όταν πλέον δεν έχουν άλλα οικονομικά και ψυχολογικά αποθέματα; Ή να δημιουργήσεις μία μεταφορά για την κατάσταση της σερβικής κοινωνίας;
Τίποτα στη ζωή δεν είναι ξεκάθαρα άσπρο ή μαύρο. Κανείς από εμάς δεν είναι απόλυτα καλός ή απόλυτα κακός. Η Παγίδα είναι για έναν καλό άνδρα ο οποίος σταματά να είναι καλός. Η αλλαγή του από ένα στοργικό πατέρα σε δαίμονα είναι σταδιακή, με έντονο το συναίσθημα του αυτό-οίκτου και της δειλίας. Δεν ήθελα αυτή η αλλαγή να είναι διακριτή παρά μέχρι τη σκηνή που ο Mladen εισβάλει στο σπίτι του Miloš. Αυτή είναι η σκηνή όπου βλέπουμε το Mladen με ένα πρόσωπο διαφορετικό… έναν άντρα εντελώς διαφορετικό.
Στο σημείο αυτό μοιάζουν Ο Κινούμενος στόχος και Η Παγίδα, καθώς και οι δύο ταινίες διαπραγματεύονται την κατάρρευση των ηθικών αξιών στις οποίες πίστευαν οι πρωταγωνιστές, και την επίδραση που οι κοινωνικές συνθήκες έχουν στις ζωές τους. Ο Κινούμενος στόχος είναι μία ταινία για το θυμό και την απόγνωση. Είναι μία ταινία ωμή, γεμάτη ενέργεια. Νομίζω πως Η Παγίδα είναι μία ταινία περισσότερο ώριμη, που αφορά την απογοήτευση, γιατί έξι χρόνια μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς, εξακολουθούμε να μη ζούμε σε μία κοινωνία καλύτερη. Το σύστημα των κοινωνικών αξιών δεν είναι διαφορετικό από ότι ήταν. Κι εμείς εξακολουθούμε να είμαστε μισαλλόδοξοι και εγωιστές.
Η ταινία δείχνει τα αποτελέσματα της οικονομικής και ηθικής παρακμής της κοινωνίας: ο άντρας που διατάζει το φόνο, για παράδειγμα, παρουσιάζει τον εαυτό του ως μέλος μίας ομάδας από ανθρώπους με υψηλό το πατριωτικό φρόνημα. Πώς μπορούν οι βασικές ηθικές αξίες να αναδομηθούν;
Αυτοί που αυτό-αποκαλούνται πατριώτες μάς κοστίζουν πολλά. Στο όνομα αυτού του δήθεν πατριωτισμού, έχουν δολοφονήσει, κλέψει και αποκτήσει πλούτη. Ακόμη και σήμερα, στις πολυτελείς τους βίλες, πιστεύουν ειλικρινά ότι έχουν πράξει σωστά. Η αλλαγή στην κοινωνική συνείδηση είναι μία διαδικασία δύσκολη. Μόνο μέσα από την ομολογία και τη συνειδητοποίηση ότι έχουν κάνει φρικτά πράγματα μπορούν να φθάσουν στην κάθαρση και να εξαγνιστούν. Μόνο όταν όλοι στη Σερβία συνειδητοποιήσουν ότι ο Μιλόσεβιτς δεν ήταν ήρωας αλλά εγκληματίας πολέμου, αποτυχημένος και κλόουν, μόνο τότε θα έχουμε πραγματικά μία ευκαιρία…
Η διασταύρωση όπου βλέπουμε το Mladen να σταματά κάθε μέρα με το κόκκινο "μικρό γίγαντα" έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία;
Κάποια χρόνια πριν, σταμάτησα σε ένα φανάρι στη γειτονιά όπου μεγάλωσα, μέσα στο Opel Kadett του 1988. Δίπλα μου ήταν ένα νέο Touareg SUV και δίπλα ακριβώς από αυτό ένα σκουριασμένο Fiat του 1970 και κάτι. Από το πλάι ήρθε ένα 10χρονο γυφτάκι να πλύνει το παρμπρίζ. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι στο ίδιο σημείο. Ταυτόχρονα, και οι τέσσερίς μας ζούμε στην ίδια γειτονιά αλλά ανήκουμε σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Αυτό είναι χαρακτηριστικό για το Βελιγράδι. Η διασταύρωση είναι μία μεταφορά για τις διαφορές αυτές στη σύγχρονη Σερβική κοινωνία. Και η σκηνή με τους γύφτους στο "little Diana" είναι ένας φόρος τιμής σε ένα όμορφο ντοκιμαντέρ, το Pretty Diana, σε σκηνοθεσία του Boris Mitić. Είναι μία ταινία που μου θυμίζει τους Los Olvidados του Louis Buñuel.
Η αρχιτεκτονική έχει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στις ταινίες σου. Στην Η Παγίδα, το βλέπουμε στη σκάλα με τα κάγκελα, στο σοσιαλιστικό περιβάλλον του νοσοκομείου… Από πού αντλείς αυτή την αγάπη για την αρχιτεκτονική;
Στον Κινούμενο Στόχο αυτοί οι μεγάλοι ουρανοξύστες από μπετόν αποτελούσαν έναν από τους τρεις βασικούς χαρακτήρες της ταινίας και σε ολόκληρη την ταινία, σε κάθε πλάνο, κρύβουν τον ουρανό. Οι περισσότεροι θυμούνται την ταινία για αυτό. Η Παγίδα δεν έχει κάποιο τέτοιο διακριτικό οπτικό στοιχείο αλλά πιστεύω ότι έχει μία ολοκληρωμένη οπτική αλληλουχία. Ενδιαφέρομαι πολύ για την αρχιτεκτονική και τα περισσότερα βιβλία που έχω είναι για την αρχιτεκτονική. Ίσως να διάλεξα λάθος επάγγελμα.

19.1.12

ΧΩΡΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ

HOMELAND

Παρασκευή 19/1/2012 Καρλόβασι
Σαββατοκύριακο 20-21/1/2012 Σάμος

Σκηνοθεσία: Σύλλας Τζουμέρκας
Σενάριο: Σύλλας Τζουμέρκας, Γιούλα Μπούνταλη
Παραγωγός: Μαρία Δρανδάκη, Θάνος Αναστόπουλος
Διεύθυνση Φωτογραφίας Παντελής Μαντζανάς
Μοντάζ: Πάνος Βουτσαράς
Μουσική: Drog_A_Tek
Σκηνικά - Κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη
Παραγωγή Φαντασία  Οπτικοακουστική, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ, Pan Entertainment, DANZAprojekt, Ηomemade Films, με την υποστήριξη του Υ.ΜΑ.Θ.
Ήχος: Άρης Λουζιώτης, Δημήτρης Κανελλόπουλος, Πάνος Βουτσαράς, Κώστας Βαρυμποπιώτης
Μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου
Διανομή: Nutopia
Χώρα Παραγωγής: ΕΛΛΑΔΑ
Γλώσσα: Ελληνικά
Έτος Παραγωγής: 2010
Διάρκεια: 111'
Παίζουν: Αμαλία Μουτούση, Θάνος Σαμαράς, Ιωάννα Τσιριγκούλη,  Ερρίκος Λίτσης, Γιούλα Μπούνταλη, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Χρήστος Πασσαλής, Γιώργος Βαλαής, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Μαρία Καλλιμάνη


Κριτικές της ταινίας
1. Στη δεκαετία του 1970, σε κάποιο νοσοκομείο της Ελλάδας, μια οικογένεια θα αναγκαστεί να πάρει μια σκληρή απόφαση: να δώσει για υιοθεσία το νεογέννητο μωρό της μιας αδερφής, την οποία οι υπόλοιποι συγγενείς έκριναν ακατάλληλη για να μεγαλώσει και δεύτερο παιδί, στον ωριμότερο και πιο 'τακτοποιημένο' οικογενειακά αδερφό της. Μια εικοσαετία αργότερα, το μυστικό αποκαλύπτεται και οι δεσμοί της οικογένειας έρχονται σε ρήξη, ενώ η χώρα βρίσκεται σε έντονες κοινωνικές αναταραχές.
Μετά από μια επιτυχημένη και πολυβραβευμένη πορεία ως μικρομηκάς, ο Σύλλας Τζουμέρκας παρουσιάζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, «Χώρα Προέλευσης», ένα φιλόδοξο δράμα που βάζει στο στόχαστρό του τη (νεο)ελληνική οικογένεια και τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Φιλόδοξο τόσο ως αφηγηματική δομή όσο και ως περιεχόμενο. Από τη μια, ο θαρραλέος σκηνοθέτης αποπειράται να μας συστήσει μια ιδιότροπη φιλμική γλώσσα, κατακερματίζοντας την αφήγησή του με μανιασμένο μοντάζ που κάνει ασταμάτητα άλματα στο χρόνο, στο χώρο, αλλά και στα πρόσωπα των πολλών πρωταγωνιστών του. Από την άλλη, μέσω μιας ιδιαίτερης διαλεκτικής που προσπαθεί να αναπτύξει, επιχειρεί μια σύνδεση διαφορετικών μεταξύ τους στοιχείων, όπως για παράδειγμα της κοινωνίας με την οικογένεια ή του παρελθόντος με το παρόν.
Μόνο που ο Τζουμέρκας, εξαιτίας της υπερβολικής σιγουριάς του, βουτάει σε πολύ βαθιά σκηνοθετικά και σημειολογικά νερά και, παρόλο που στην αρχή φαίνεται ότι μπορεί να κολυμπήσει, σύντομα γίνεται αντιληπτό ότι ο πήχης έχει μπει πολύ ψηλά και τελικά η ταινία 'κουράζεται' και αδυνατεί να διαχειριστεί επάξια όλα αυτά με τα οποία θέλει να αναμετρηθεί. Η ένταση και ο ρυθμός της φρενήρους πρώτης πράξης εξαφανίζονται, τα σκηνοθετικά ευρήματα τελειώνουν, οι ερμηνείες κάνουν κύκλους και η δραματουργία μολύνεται με το μικρόβιο της εσωστρέφειας και αδυνατίζει σταδιακά πέφτοντας, ενίοτε, και σε αντιφάσεις. Η ουσιαστική σύνδεση της Ιστορίας με το Σήμερα και της κοινωνίας με τη 'μικρή κοινωνία', την οικογένεια, δεν έρχεται ποτέ. Όλος αυτός ο πληθωρισμός εννοιών, προσώπων και συναισθημάτων αποδεικνύεται υπεράνω του Τζουμέρκα και καταλήγει να λειτουργεί εναντίον της 'Χώρας Προέλευσης', χαρίζοντάς της εύκολα τον χαρακτηρισμό μιας 'φιλόδοξης αποτυχίας'.
Σημαντικότατο μειονέκτημα της ταινίας είναι η επιλογή του Θάνου Σαμαρά για το ρόλο του γιου που έχει μεγαλώσει νομίζοντας τον αδερφό του για ξάδερφο. Η απόφαση να κουβαλήσει στους ώμους του όλο το δραματουργικό βάρος της κορύφωσης της ταινίας συγκαταλέγεται στις λανθασμένες επιλογές του Τζουμέρκα, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την αδυναμία του ίδιου του ηθοποιού να ξεφύγει από τη μία και μοναδική υποκριτική μανιέρα που χρησιμοποιεί όλα αυτά τα χρόνια, καταλήγοντας να παίζει και πάλι τον εκκεντρικό και προβληματικό νεαρό άνδρα. Αντίθετα, η Ιωάννα Τσιριγκούλη, στον άλλο 'προβληματικό' χαρακτήρα της ταινίας, αυτόν της αδερφής που της πήραν το παιδί, διαπρέπει με εξαιρετική ωριμότητα ξεδιπλώνοντας το πηγαίο ταλέντο της στην μακράν καλύτερη ερμηνεία όλου του συνόλου των ηθοποιών.
Σπύρος Θωμόπουλος
.
2. Μια οικογένεια και μια χώρα στην ίδια πορεία, αυτή της ελεύθερης πτώσης. Δυο γυναίκες καλούνται να καθορίσουν την τύχη ενός μωρού. Η φυσική μητέρα κρίνεται ακατάλληλη από την οικογένειά της κι έτσι η θεία αναλαμβάνει τον ρόλο της τελευταίας. Η γενιά του ’50, η γενιά της μεταπολίτευσης και η νεότερη γενιά, μέσα από ένα στρόβιλο βίας, ανομολόγητων μυστικών κι ενοχής θα βρεθούν αντιμέτωπες με τις πράξεις τους αλλά και η μία απέναντι στην άλλη. Η «Χώρα Προέλευσης» μιλά ανοιχτά για όλα εκείνα που το ελληνικό σινεμά κάνει εδώ και χρόνια τα στραβά μάτια: την πολυεπίπεδη υποκρισία, την κοινωνία του ψέματος, την ιστορική ευθύνη και το (αβέβαιο) μέλλον. Και όλα αυτά, σε ένα φιλμ που είναι πολιτικό όσο είναι πολιτικά μη ορθό.
Μέσα από ένα δαιδαλώδες μοντάζ παράλληλων δράσεων, μελετημένο μέχρι το τελευταίο καρέ, το κουβάρι της ιστορίας ξετυλίγεται μπλέκοντας την μίνι-τραγωδία μιας ενδοοικογενειακής υιοθεσίας με την ιστορία του τόπου τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αρχειακό υλικό από διαδηλώσεις, ειρηνικές και μη, εικόνες ξεσηκωμού και βίας, μπερδεύονται με το δράμα των χαρακτήρων, που κινούνται ανάμεσα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, νοσοκομεία, δρόμους, πανεπιστημιακές και σχολικές αίθουσες. Με έναν εξίσου ακραία δουλεμένο ηχητικό σχεδιασμό, η αφήγηση, παρά το αρχικό σοκ του θεατή -που βρίσκεται ελαφρώς μετέωρος μεταξύ ιστοριών, σκηνών και κινηματογραφικού χρόνου- δένει συνεπώς με την ιστορία και τη φόρμα της ταινίας.
Ο Σύλλας Τζουμέρκας, στην πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους σκηνοθετεί ένα μεγαλοπρεπές μελόδραμα επιβεβαιώνοντας το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του. Ο μαξιμαλισμός στα μέσα του και στον τρόπο που σκηνοθετεί μπορεί να ξενίσει τον -συνηθισμένο σε πιο μίνιμαλ καταστάσεις θεατή- ωστόσο συμβαδίζει απόλυτα με τις προθέσεις του. Η «Χώρα Προέλευσης» στοχάζεται τελικά πάνω στην ελευθερία. Μπορεί αυτή να υπάρξει ή θα μεταλλάσσεται αέναα, υπό το βάρος νέων μυστικών; Η απάντηση στη σκοτεινή αίθουσα.

Φαίδρα Βόκαλη (e-go.gr)

12.1.12

Blue Valentine

Παρασκευή 13/1/2012 Καρλόβασι
Σάββατο 14 και Κυριακή 15/1/2012 Σάμος

 ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:
Derek Cianfrance
ΣΕΝΑΡΙΟ:
 Ντέρεκ Σιανφράνς, Τζόι Κέρτις, Κάμι Ντελαβίν

ΔΙΑΡΚΕΙΑ:
120 λεπτά
ΧΩΡΑ:
ΗΠΑ
ΠΡΕΜΙΕΡΑ:
 03-02-11
 ΔΙΑΝΟΜΗ:
 Seven Films

 ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ:
 Ryan Gosling
 Michelle Williams
 Mike Vogel
 John Doman
 Ben Shenkman


Κριτικές της ταινίας
1. Η βαθμιαία φθορά στη σχέση ενός ζευγαριού, μέσα από τρεις σημαντικές στιγμές της εξάχρονης συμβίωσής του, σε μια δοσμένη με λεπτομέρεια, οξυδέρκεια και ρεαλισμό και με έξοχες ερμηνείες ταινία.
Οι συζυγικές σχέσεις, από το ξεκίνημα ως τη σταδιακή φθορά τους, είναι στο επίκεντρο της θαυμάσιας αυτής μελαγχολικής ταινίας. Πρωταγωνιστές ένα συνηθισμένο ζευγάρι εργατικής τάξης: ο μπογιατζής Ντιν και η νοσοκόμα Σίντι. Η ταινία αρχίζει στο παρόν, με το ζευγάρι να έχει κλείσει έξι χρόνια γάμου κι ενώ η σχέση τους έχει ήδη φθαρεί.
Οι πρώτες σκηνές, με την αναζήτηση του εξαφανισμένου, και στη συνέχεια το θάψιμο του νεκρού σκυλιού του τετράχρονου κοριτσιού τους και την ιδιαίτερη συμπεριφορά του καθενός από τους δυο μάς αποκαλύπτουν την ήδη προβληματική σχέση τους και καθορίζουν την πορεία, αλλά και το μέλλον τους.
Σε μια σειρά φλας-μπακ χωρίς χρονολογική σειρά, που τα αναμιγνύει κάθε τόσο με το παρόν, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος, από τις αποκαλύψεις του Φεστιβάλ του Σάντανς, Ντέρεκ Σιανφράνς, παρακολουθεί το ζευγάρι μέσα από σκηνές επιλεγμένες για να φωτίσουν τις αλλαγές στη συμπεριφορά τους, από την αρχική ειδυλλιακή, όλο ενέργεια και αληθινό πάθος σχέση τους ως τη σταδιακή, αναπόφευκτη διάλυσή της.
Μια χαμηλών τόνων, μελαγχολική στην πραγματικότητα ταινία, με έξοχες ερμηνείες από τους δυο πρωταγωνιστές: τον Ράιαν Γκόσλινγκ, που τονίζει ιδιαίτερα το ρομαντισμό, την ενέργεια και τον αυθορμητισμό του Ντιν και τη Μισέλ Γουίλιαμς (υποψήφια για ΄Οσκαρ α' γυναικείου ρόλου), που υποβάλλει με ελεγχόμενη λεπτότητα όχι μόνο τις μικρές, διαρκώς αναπτυσσόμενες, διαφορές ανάμεσά τους, αλλά και την κουραστική καθημερινότητα της μητέρας και συζύγου με τις πολλές, συχνά αξεπέραστες ευθύνες. Συνολικά, μια ταινία δείγμα του πολύ καλού ανεξάρτητου κινηματογράφου που διαρκώς συρρικνώνεται.
Νίκος Φένεκ Μικελίδης

2. Ο Dean και η Cindy δεν είναι μεγάλοι σε ηλικία, ωστόσο, αν και μόλις τριαντάρηδες, δείχνουν ήδη γερασμένοι. Παραιτημένοι από τη σχέση τους, από την αγάπη τους, από τη ζωή. Εκείνη, γλυκιά και όμορφη μα πάντα ατημέλητη και κουρασμένη, δουλεύει σ' ένα νοσοκομείο χωρίς σημαντικές ιατρικές αρμοδιότητες. Εκείνος, κάποτε σίγουρα γοητευτικός, μα που έχει πλέον βαριεστημένα αφήσει τον εαυτό του να κατρακυλήσει, βγάζει τα προς το ζην μπογιατίζοντας σπίτια -η μόνη δουλειά που του επιτρέπει να πίνει μπύρες πριν καλά-καλά ξεκινήσει την εργάσιμη μέρα. Ζουν σ' ένα μοναχικό, μάλλον φτωχικό σπίτι έξω από τη Νέα Υόρκη, σαν ξένοι κάτω από την ίδια στέγη, μεγαλώνοντας την 5χρονη κόρη τους.
Βυθισμένοι και απορροφημένοι καθώς είμαστε στη ρουτινιασμένη, αβάσταχτα μουντή και άδεια καθημερινότητά τους, μας ξενίζει η πρώτη κινηματογραφική βουτιά στο παρελθόν τους. Είναι μόλις λίγα χρόνια πριν, μα μοιάζει σαν να βλέπουμε το παρελθόν δυο ολότελα διαφορετικών ανθρώπων: ένα παρελθόν ζωγραφισμένο με απαλά, φωτεινά χρώματα που η γκρίζα καθημερινότητα δεν έχει ακόμα αγγίξει. Πρώτα συναντούμε εκείνον, απερίγραπτα όμορφο και ανέμελο, γεμάτο ζωντάνια και ελπίδες να ψάχνει για δουλειά. Κι ύστερα βλέπουμε εκείνη, ακόμα μαθήτρια, ανεπιτήδευτα όμορφη και γεμάτη σιγουριά για το μέλλον της, τις σπουδές της και την ιατρική. Και παρακολουθούμε, χαμογελώντας ασυναίσθητα, τη μοιραία διαδρομή του ενός προς τον άλλον, μια διαδρομή τόσο φυσική και ταιριαστή, που όλα τα εμπόδια που εμφανίζονται στην πορεία τους μοιάζουν μικρά μπροστά στην χημεία τους. Και παρασυρόμαστε μαζί τους, χαμογελώντας χαζά, παρακούγοντας τη φωνή της λογικής, κι αφηνόμαστε κι εμείς στη ρομαντική επιμονή του Dean, στο παιχνιδιάρικο φλερτ τους, στην μοιραία παράδοση της Cindy, στο ελπιδοφόρο ξεκίνημα της κοινής τους ζωής. Και καθώς ακούμε τον Dean να της τραγουδά στον έρημο δρόμο το (τόσο σπαρακτικά συμβολικό) "You always hurt the one you love", και την βλέπουμε να χορεύει άτσαλα στο τραγούδι του, την πατάμε κι εμείς σαν ερωτευμένοι πρωτάρηδες, σαν να μην ξέρουμε εξαρχής το τέλος της ιστορίας, σαν να μην έχουμε ήδη δει την κατάντια της σχέσης τους, σαν μην ήμασταν μάρτυρες της επίπονα γκρίζας κατάληξής της.
Κι αυτό ακριβώς είναι που σε διαλύει στο «Blue Valentine»: Που δεν ξέρεις αν πονάς για την έλλειψη του έρωτα ή γιατί ξέρεις πως αυτός κάποτε υπήρξε. Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις αν η αγάπη τους ξεθύμανε πριν ακόμα ξεκινήσει ή αν πέθανε στην πορεία. Και γιατί συνειδητοποιείς ότι οι σχέσεις κάποτε τελειώνουν όχι γιατί κάποιος φταίει, αλλά γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι. Κι ακούγοντας το "You and Me" των Penny and the Quarters που με τόσο ενθουσιασμό ο Dean βιάστηκε να βαφτίσει 'το τραγούδι τους', θυμάσαι όλα τα τραγούδια που ήταν κάποτε 'μας' και τώρα μαζεύουν σκόνη σε κάποιο συρτάρι των αναμνήσεων. Και καταλαβαίνεις ότι το «Blue Valentine» είναι αληθινό, όχι γιατί περιγράφει ωμά κι επίπονα το τέλος μιας σχέσης, αλλά γιατί χώρεσε μαζί και την αρχή της
Μαριάννα Ράντου