23.2.11

Tetro

Παρασκευή 25/02 Καρλόβασι

Σάββατο 26/02-Κυριακή 27/02 Βαθύ

      Tetro
 · Είδος: Δραματική
· Παραγωγής: 2009
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 5 Νοεμβρίου 2009
· Διάρκεια: 127'
· Διανομή: Feelgood Entertainment
· Χρώμα: Ασπρόμαυρο
· Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ
· Γλώσσα: Αγγλικά - Ισπανικά - Γαλλικά


· Συντελεστές :
Francis Ford Coppola ....Σκηνοθέτης   

Alden Ehrenreich ... Bennie
Maribel Verdú ... Miranda
Silvia Pérez ... Silvana
Erica Rivas ... Ana
Mike Amigorena ... Abelardo
Lucas Di Conza ... Young Tetro
Adriana Mastrángelo ... Angela
Klaus Maria Brandauer ... Carlo / Alfie
Leticia Brédice ... Josefina
Sofía Castiglione ... Maria Luisa
Carmen Maura ... Alone
Francis Ford Coppola ....Σεναριογράφος

  Από τους σκηνοθέτες που σημάδεψαν τη δεκαετία του ’70, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αναγέννηση του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου, ο Coppola, ίσως περισσότερο και από σκηνοθέτης της θρυλικής τριλογίας του Νονού, αλλά και του συγκλονιστικού αντιπολεμικού δράματος Αποκάλυψη Τώρα, είναι ένας δημιουργός που επέλεξε συνειδητά να κινείται εκτός των ορίων του Hollywood. Κάτι που, άλλωστε, εξακολουθεί να κάνει μέχρι και τις ημέρες μας.

Στα 70 του χρόνια πλέον ο Coppola έφτιαξε μια ταινία ανεξάρτητη , μια ταινία νεανική, με τη φαντασία και τον ενθουσιασμό αλλά και την πρωτοτυπία που βρίσκεις μόνο στους νέους σκηνοθέτες ανατρέποντας την εντύπωση πως όταν ένας σκηνοθέτης γερνά αρχίζει να γυρίζει μέτριες ταινίες .
 Η ταινία, με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία του ίδιου του σκηνοθέτη ξεκινά με το νεαρό Bennie (ένας εκπληκτικά καλός Alden Ehrenreich) να φτάνει, ναύτης σε πλοίο, στο Μπουένος Αϊρες σε αναζήτηση του μεγαλύτερου αδερφού του Angelo (εξαιρετική ερμηνεία από τον Vincent Gallo), που για να γλιτώσει από έναν καταπιεστικό ιταλικής καταγωγής μουσικοσυνθέτη πατέρα Carlo Tetrocini (Klaus Maria Brandauer) αλλά και για να αποφύγει τυχόν σύγκρουση μ’ έναν αδερφό που τον αγαπάει και που ήταν δεμένος μαζί του, έχει καταφύγει στην Αργεντινή και έχει πάρει το όνομα Tetro. Παρά την αρχική ψυχρή αντιμετώπιση από τον Tetro, ο Bennie καταφέρνει σταδιακά και με τη βοήθεια της Miranda , φιλενάδας του Tetro, να ξαναδημιουργήσει τη στενή σχέση μαζί του και ν’ ανακαλύψει και το καλά κρυμμένο μυστικό του.
Το ασπρόμαυρο «Τetro» δεν είναι η ταινία που θα συστήσει στο σημερινό κοινό τον δημιουργό που συνέβαλε στις μεγάλες ανατροπές στο Χόλιγουντ κατά τη δεκαετία του ’70. Είναι απλώς μια προσεγμένη δουλειά, διάσπαρτη από θραύσματα της προσωπικής ιστορίας του Francis Ford Coppola που είναι πια απαλλαγμένος από το άγχος της εμπορικής επιτυχίας.
Με ένα πολύ ωραίο, πρωτότυπο σενάριο (το δεύτερο που γράφει ο Coppola μετά τη «Συνομιλία») με όμορφες, πάντα μέσα στο θέμα της ταινίας, αναφορές (η φωτογραφία του Robert Mitcham από την ταινία «Η νύχτα του κυνηγού», το απόσπασμα που παρακολουθούν τα αδέρφια από την ταινία «Τα παραμύθια του Οφμαν» των Πάουελ & Πρέσμπεργκερ), μέσα από εξαιρετικά όμορφες, ποιητικές, συχνά σουρεαλιστικές, μαυρόασπρες εικόνες, με το χρώμα να χρησιμοποιείται μόνο στα φλας-μπακ (η ατμοσφαιρική, γυρισμένη με ψηφιακή κάμερα, φωτογραφία είναι του Ούγγρου Mihai Malaimare), μ’ έναν Vincent Gallo που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τη μοναξιά μαζί και τη σκοτεινή πλευρά τού Tetro, ο Coppola έφτιαξε μια όμορφη, ελεγειακή, σχεδόν μουσική θα λέγαμε, ταινία, ένας είδος «μουσικής δωματίου» που αγγίζει τις πιο λεπτές χορδές της ψυχής του. Επιστροφή σε μια καθαρή φόρμα από έναν σκηνοθέτη που δεν έπαψε να μας εκπλήσσει!

Ο Coppola βρέθηκε στις Κάνες για να παρουσιάσει, στην επίσημη έναρξη του τμήματος “Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών” τη νέα του ταινία..Ταινία που ο σκηνοθέτης αρνήθηκε να προβάλει στο επίσημο τμήμα του φεστιβάλ, τονίζοντας πως το “Tetro” είναι μια πολύ προσωπική ταινία και δεν ταιριάζει στις επισημότητες του “κόκκινου χαλιού”, αντίθετα, η θέση της είναι στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών - το οποίο μάλιστα βρίσκεται στα μαχαίρια με το επίσημο φεστιβάλ.(Θυμίζουμε ότι από το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχουν κάνει τα πρώτα βήματά τους μεγάλοι σκηνοθέτες, όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Τζιμ Τζάρμους και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με τον «Θίασο».)
Πριν από δέκα χρόνια, όταν ο Francis Ford Coppola συνειδητοποίησε ότι από ναυαρχίδα του μοντέρνου αμερικανικού σινεμά είχε καταλήξει να γίνει υπάλληλος των στούντιο, γυρίζοντας ταινίες κατά παραγγελία προκειμένου να ορθοποδήσει από το χείλος της χρεοκοπίας στο οποίο είχε βρεθεί στη δεκαετία του ‘80, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη σκηνοθεσία και να αφοσιωθεί στις προσοδοφόρες επιχειρήσεις παραγωγής κρασιού.
Μία δεκαετία μετά, το 2007, ο Coppola επανεμφανίστηκε πίσω από τις κάμερες, έχοντας επινοήσει για τον εαυτό του έναν ολοκαίνουριο και πολύ προσωπικό τρόπο να κάνει ταινίες. Μία από αυτές είναι το «Tetro».

κριτικές από τους Ι.Ζουμπουλάκη από Το Βήμα (www.tovima.dolnet.gr) , τον Λουκά Κάτσικα από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (www.enet.gr) , τον Δημήτρη Μπούρα από την Καθημερινή (www.kathimerini.gr) και τον Ν.Φενέκ Μικελίδη από την Ελευθεροτυπία (www.enet.gr).


http://www.youtube.com/watch?v=XJ_XTIsMKig

16.2.11

Στρέλλα


Παρασκευή 18/2 Καρλόβασι

Σάββατο 19/02-Κυριακή 20/02/2011 Βαθύ

Strella
A Woman`s Way


· Είδος: Δραματική
· Παραγωγής: 2009
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 17 Δεκεμβρίου 2009
· Διάρκεια: 111'
· Διανομή: ΕΚΚ
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Χώρα προέλευσης: Ελλάδα
· Γλώσσα: Ελληνικά

· Συντελεστές :

Πάνος Χ. Κούτρας ....Σκηνοθέτης   

Μίνα Ορφανού .... Στρέλλα
Μίνως Θεοχάρης .... Αλέξης
Γιώργος Μάζης .... Κολοκούσης 
Ακης Ιωάννου .... Βίλμα 
Μιχάλης Δέλτα ....Συνθέτης   
Πάνος Τζελέκης ....Διευθυντής Ήχου
Harold Herbert ....Ειδικά Εφφέ
Πάνος Χ. Κούτρας ....Σεναριογράφος
Παναγιώτης Ευαγγελίδης ....Σεναριογράφος
  O Γιώργος αποφυλακίζεται μετά από 15 χρόνια εγκλεισμού για ένα φόνο που ομολόγησε ότι διέπραξε στο χωριό όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Είναι 48 ετών και αποφασισμένος να κάνει μία καινούρια αρχή στην Αθήνα, μία πόλη άγνωστη γι’ αυτόν. Οι άμεσοι στόχοι του: να πουλήσει το πατρικό του σπίτι και να βρει το γιο του, Λεωνίδα, του οποίου τα ίχνη έχει χάσει από τη μέρα της καταδίκης του.
Το βράδυ της αποφυλάκισής του διανυκτερεύει σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο στην Ομόνοια. Εκεί γνωρίζει τη Στρέλλα, μία όμορφη νεαρή πόρνη τρανσέξουαλ. Στη νέα του ζωή όλα επιτρέπονται κι έτσι αποφασίζει να περάσει το βράδυ μαζί της. Η ιδιόμορφη ομορφιά της, η λαχτάρα της για ζωή και το κυνικό της χιούμορ τον γοητεύουν. Λίγες μέρες μετά θα την ξανασυναντήσει και δε θα αργήσουν να μείνουν μαζί.
Ωστόσο οι λογαριασμοί του Γιώργου με το παρελθόν είναι ακόμα ανοιχτοί.Μία άλλη «φυλακή» τον περιμένει ξανά. Μαζί  πια με τη Στρέλλα θα πρέπει να βρουν το δρόμο προς την έξοδο.
  Μια βαθιά τολμηρή, τραγικά ειρωνική, μοντέρνα ταινία που πετάει μαγικά πάνω από την πλοκή, με αιχμή μια αυθάδη, συναρπαστική γυναίκα.
  Η Στρέλλα (Στέλλα με τρέλα) συνεχίζει την Ελληνίδα από εκεί που την παρέδωσαν η Στέλλα του Κακογιάννη και η Ευδοκία του Δαμιανού. Οι μύθοι λοιπόν αντέχουν στο ταξίδι όταν βάζουν στη βαλίτσα τους τα κατάλληλα, ή καθόλου, ρούχα. Η ενδυμασία της Στρέλλας είναι υποτυπώδης, βασική, ταπεινή. Είναι πόρνη, αδάμαστο πνεύμα, άβολη και καυγατζού, μια παρορμητική και μπελαλίδικη γκόμενα, αγράμματη αλλά καθόλου αστοιχείωτη, εξοπλισμένη με ένστικτα του δρόμου και εξυπνάδα του πεζοδρομίου, μια survivor που παλεύει ανάμεσα σε έναν παλιό πόνο και στην πεζή αγωνία του μεροκάματου.
  Εκτός από την εκσυγχρονισμένη εκδοχή της χειραφετημένης Ελληνίδας που πρώτος εισήγαγε ο Κακογιάννης με τη Στέλλα του 55 χρόνια πριν, ανιχνεύεται εύκολα ένας καθαρόαιμος μοντερνισμός στη Στρέλλα του Κούτρα. Δεν το εννοούμε από την αισθητική πλευρά του σπουδαίου κινήματος, αλλά από τον πυρήνα του. Η Στρέλλα αμφισβητεί τα αξιώματα, τις αρχές, τη θρησκεία, την κοινωνία, τους ευσπλαχνικούς σπόρους ενός φλύαρου διαφωτισμού. Ψηλαφίζει υπαρξιακά, φιλοσοφεί την εκδίκηση για να προσδιορίσει ξανά το περιβάλλον της, να βελτιωθεί, να δημιουργήσει. Ανάθεμα κι αν ξέρει τον τρόπο, αλλά τον ψάχνει φτύνοντας αίμα. Και φτάνοντας στο προκείμενο, το έργο αυτό καθαυτό, η Στρέλλα, υπόκειται σε μια συνεχή μεταμόρφωση, όπως υπαγορεύει η μπερδεμένη και τσαντισμένη φύση της.
  Η Στρέλλα είναι μια υπέροχη ταινία, ατελής στην πλοκή και γεμάτη στενόχωρες εκπλήξεις και ζαλιστικές αλλαγές υφολογικών ταχυτήτων, χειροποίητη και οικουμενική, ένα τρελό όχημα που κινείται από το περιθώριο στις δεσπόζουσες δομές της οικογένειας, υπονομεύοντας τον μύθο που τη γέννησε. Στον επιθανάτιο ρόγχο της, η δασκάλα της Στρέλλας, η Μπέτι, επικαλείται τους αρχαίους, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, για να εξισώσει τον πόθο με την τραγωδία. Σε μια αντιστροφή του οιδιπόδειου, η ηρωίδα προκαλεί τη μοίρα, σκαλίζει το παρελθόν της σαν να τρώγεται από αταβιστική φαγούρα και καταλήγει σε ένα οικογενειακό σχήμα που ο Κούτρας προανήγγειλε σατιρικά από την εποχή του Μουσακά, με την αποκαμωμένη, αισιόδοξη παρέα να κάνει τσάρκα στη Συγγρού το ξημέρωμα και τις πινακίδες του Νέου Κόσμου να χαϊδεύουν το κεφάλι τους.
   Ο νέος κόσμος του Κούτρα είναι μια σειρά από γενναίες αποφάσεις που δεν σηκώνουν συζήτηση και πισωγύρισμα. Είναι αναγκαίες για επιβίωση, όπως και η επιμονή του σκηνοθέτη να γυρίσει αυτή την ταινία, σε πείσμα εκείνων που δεν εμπιστεύτηκαν το θέμα και δεν τη χρηματοδότησαν. Τι υπέροχη σύμπτωση να έχουμε τη ρεαλιστική Στρέλλα και τον Κυνόδοντα την ίδια χρονιά – δυο ιδιοσυγκρασιακά και συναρπαστικά πονήματα για την ελληνική οικογένεια, που κάνουν τις οικογενειακές κωμωδίες και τα δράματα του εγχώριου σινεμά αλλά και της τηλεόρασης να μοιάζουν τόσο χαζά , περιθωριακά και ξεπερασμένα.
  Η κάμερα με νεορεαλιστικό τρόπο παρακολουθεί με φειδώ την πορεία του άρτι αποφυλακισθέντος στην νεοελληνική πραγματικότητα. Λοξές ματιές, έμμεσα κοινωνικά σχόλια για τη λαθρομετανάστευση, την αθλιότητα του νέου υποπρολεταριάτου. Από κοντά και η κάμερα στο χέρι, το μελαγχολικό χρώμα της φωτογραφίας, η λιτότητα της μουσικής και οι οξείς και διαπεραστικοί ήχοι της μεγάλης πόλης. Σε αυτό το σημείο φαίνονται και τα όρια που οι κατακτήσεις του παρελθόντος ενσωματώνονται σε νέους κινηματογραφιστές.
  Αρχικά φαίνεται ότι στόχος της ταινίας είναι η καταγραφή του περιθωρίου. Το δράμα ωστόσο των μεταναστών, η φτώχεια και η εξαθλίωση υποβιβάζονται σταδιακά, για να αναδειχθεί ένα διαφορετικής ποιότητας δράμα. Με αυτόν τον τρόπο οι άμεσες κοινωνιολογικές αναφορές περιορίζονται για να υποστηριχθεί ένας νέος τύπος ανθρώπου. Οι χώρες της Δύσης με λυμένα τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα της ελευθερίας και του τρόπου απόκτησης πλούτου, συγκεντρώνουν όλη τη δυναμική τους στη σεξουαλικότητα και στη διερεύνηση των ορίων του ίδιου του υποκειμένου και των μηχανισμών της σεξουαλικότητας που αυτό φέρει. Σε αυτή τη διερεύνηση η ελευθερία αποκτά τα όρια του εγκλεισμού, μερικές φορές, όπως στην περίπτωση του κεντρικού ήρωα, παίρνει τη μορφή του πεπρωμένου που φυλακίζει. Το σπάσιμο αυτών των δεσμών (βλ. το σπάσιμο των οικογενειακών αντικειμένων στο πατρικό σπίτι) είναι συνάμα απελευθέρωση από τα δεσμά του εγκλεισμού. Με αυτήν την διπλή μετάβαση από το αρνητικό στο θετικό πρόσημο (φυλακή- ελευθερία, εγκλεισμός- απελευθέρωση) αναγεννάται ο νέος τύπος ανθρώπου που καλείται να τοποθετηθεί περισσότερο σε ζητήματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική ηδονή και λιγότερο με άλλες πλευρές με τις οποίες προηγούμενες γενιές θεατών και κινηματογραφιστών συνέδεσαν την ύπαρξή τους: την πολιτική ελευθερία, τη σύζευξη μορφικής/θεματικής ανατροπής και κοινωνικής ανατροπής. Για το νέο τύπο ανθρώπου, όπως αυτό αποτυπώνεται στο ζευγάρι του πατέρα-γιου/κόρης η αναζήτηση φροϋδικών αναλύσεων δείχνει τα όρια μέσα στα οποία μπορούν να κινηθούν τα υποκείμενα. Όρια ανεξερεύνητα, μη ειπωθέντα, μη καταγεγραμμένα. Ο κινηματογράφος αναζητά νέους μύθους για να μιλήσει για τα όρια της αιμομειξίας και του οιδιπόδειου συμπλέγματος (βλ. διάλογο Στρέλλας με τη γηραλέα τρανς).
   Η εγκωμιαστική υποδοχή της «Στρέλλας» από τον διεθνή Τύπο (ειδικά στο Βερολίνο και στο Παρίσι) σημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι το θέμα της «διαβάζεται» από ένα κοινό εκτός συνόρων. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για άλλη μια εσωστρεφή, ελληνοκεντρική παραγωγή. Πολύτιμη κατάκτηση, όχι μόνο θεματική και αισθητική αλλά και κοινωνική. Ο Πάνος Κούτρας χειρίζεται μια ιστορία με υψηλό βαθμό ρίσκου. Ταινία με ηρωίδα τρανσέξουαλ πολύ εύκολα γλιστράει στη γραφικότητα και στα καλιαρντά. Ο σκηνοθέτης όμως έχει ανοιχτό μέτωπο με τα «στερεότυπα». Τα μάχεται είτε ευθέως («Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά») είτε εκμεταλλευόμενος την πρωτογενή ύλη τους (όπως στην «Αληθινή ζωή»). Στη «Στρέλλα» η πρόκληση πολλαπλασιάζεται: η σχέση που αποκαλύπτεται ανάμεσα στον 48χρονο άντρα,  και τη νέα και όμορφη τρανσέξουαλ πόρνη, θα μπορούσε να καταλήξει σε φτηνό, επιθετικά κιτς, μελό. Όμως ο Πάνος Κούτρας απογειώνει το θέμα του ήσυχα, αναίμακτα, με τρυφερότητα, γλυκύτητα και ανθρωπιά. Δεν βγάζει δεκάρικους κοινωνικής ένταξης, εκθέτει την αμηχανία, την εσωτερική σύγκρουση, τον θυμό, την αλήθεια και το ψέμα, την πραγματικότητα και τις ψευδαισθήσεις, μιας συνθήκης ζωής που ούτε τόσο σαφής είναι ούτε αυτονόητη. Εντάσσει τον κόσμο που καταγράφει σε μια κανονικότητα, με μόνο εργαλείο την αποδοχή της δικής του ταυτότητας, της καθημερινότητας, των επιθυμιών και αναγκών του. «Συμβαίνει κι αυτό», μοιάζει να λέει. Χωρίς ενοχή, χωρίς πάθος ή φόβο. Με οικονομία και άνεση. Και μια ευπρόσδεκτη «παιδικότητα».
Ο σκηνοθέτης μιλώντας για την ταινία του, λέει: «Η ιστορία της ‘Στρέλλας’ είναι από αυτές που θα μπορούσαμε να ακούσουμε σε μία παρέα με την κοινότυπη εισαγωγή: ‘θα σας διηγηθώ μία απίθανη ιστορία που άκουσα’. Όπως συνήθως η δυναμική αυτών των ανεκδοτικών ιστοριών πηγάζει από κάτι αρχετυπικό, κάτι με το οποίο μπορεί ο καθένας να ταυτιστεί. Παίρνοντας σαν αφετηρία λοιπόν αυτό το αρχετυπικό σχήμα και τοποθετώντας το σε μία εποχή, τη σημερινή, και μία κοινωνία, την ελληνική, όπου η αναζήτηση μίας νέας ταυτότητας μέσα σε ένα επίσης νέο σύστημα αξιών έχει γίνει πιο επιτακτική από ποτέ, θελήσαμε να αφηγηθούμε μία ιστορία η οποία δοκιμάζει τη φαντασία μας, τα συναισθήματά μας και τις κεκτημένες αξίες μας. Μία ιστορία που έχει ως στόχο να μιλήσει για τη σημασία της αποδοχής του διαφορετικού, την ανάγκη για συμφιλίωση, τον αλληλοσεβασμό. Τέλος, για την αγάπη πέρα και πάνω από κάθε σύμβαση».
Όπως λέει, λοιπόν ο σκηνοθέτης, η ταινία μιλά για την αγάπη χωρίς συμβάσεις. Όχι απλά μιλά, τολμάει να μιλήσει, επειδή αυτό είναι το πιο δύσκολο πρώτο βήμα. Να μάθουμε να τολμούμε να μιλούμε για πράγματα που υπάρχουν και τα βιώνουμε. Να αποδεχόμαστε την πραγματικότητα όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι σύμφωνα με τα όσα μας έχουν, με «βίαιο» τρόπο, διδάξει.
Αυτό που έχουμε να πως, είναι πως ο Πάνος Κούτρας, δεν τολμάει απλά να πιάσει ένα τολμηρό θέμα, ένα θέμα ταμπού. Το αρπάζει στην κυριολεξία και το ξεζουμίζει, δεν λέει μισόλογα, μιλάει ανοιχτά και αυτό είναι το μεγάλο αβαντάζ της ταινίας. Αυτό είναι που την απογειώνει. Γιατί, πέρα από το επίτευγμα του να φέρει το θεατή σε επαφή με τον αθέατο και έξω από την καθημερινότητά του κόσμο, κατορθώνει κάτι, μεγαλειώδες κατά την ταπεινή μας άποψη. Να δώσει στους ανθρώπους αυτούς αληθινή υπόσταση, να τους παρουσιάσει στις πραγματικές τους διαστάσεις. Και αυτό που προσωπικά πήραμε, ήταν γνήσια συγκίνηση από το δράμα των χαρακτήρων του. Και όχι μόνο των δύο κεντρικών. Άνθρωποι, όχι καρικατούρες ανθρώπων, που προσεγγίζονται με σεβασμό και τρυφερότητα, που αξίζουν, όχι μόνο της αποδοχής μας αλλά που μπορεί να λειτουργήσουν ακόμη και ως πρότυπα. Είναι τόσο καλοδουλεμένο το σενάριο που δεν αφήνει κανένα ίχνος παρανόησης. Μια σύγχρονη σκηνοθετική ματιά, με σταθερό και αναλλοίωτο ρυθμό που δεν αφήνει χρόνο ανεκμετάλλευτο. Αλλά και οι ερμηνείες, όλων των ρόλων, είναι πολύ υψηλού επιπέδου.
  Δεν εστιάζει πάνω στο αλλόκοτο ή το γκροτέσκο. Οι ήρωές της παλεύουν, μάχονται και ηττώνται, αναζητούν την αμφιλεγόμενη αλλά και καθησυχαστική σύμβαση μιας οικογενειακής ατμόσφαιρας, παραμονή Πρωτοχρονιάς.
   Τον σεβασμό στους χαρακτήρες δεν επιβάλλει μόνο η σκηνοθεσία. Εμπνέουν και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές με υποδειγματικές ερμηνείες. Τόσο από την ερασιτέχνη και πραγματική transexual Στρέλλα Μίνα Ορφανού όσο και από τον περισσότερο δοκιμασμένο κινηματογραφικά Γιάννη Κοκιασμένο.

κριτικές από τους Μαρία Κατσουνάκη (www.kathimerini.gr) , ΕΒΔΟΜΗ ΤΕΧΝΗ (http://evdomos.wordpress.com/) ,τον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο (www.lifo.gr). και τον Αχιλλέα Ντελλή.

10.2.11

Madeinusa

Παρασκευή 11/2 Καρλόβασι

Σάββατο 12/02- Κυριακή 13/02/2011 Βαθύ


· Είδος: Δραματική
· Παραγωγής: 2006
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 2 Οκτωβρίου 2008
· Διάρκεια: 100'
· Διανομή: New Star
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Χώρα προέλευσης: Περού
· Γλώσσα: Ισπανικά


· Συντελεστές :

Claudia Llosa ....Σκηνοθέτης   


Magaly Solier ... Madeinusa
Carlos J. de la Torre ... Salvador
Yiliana Chong ... Chale
Melvin Quijada ... Mauro
Vicento Llauca Trejo ... Relojero
Kike Ortiz ... El Murdo
Hermelinda Luján ... Comadrona Margarita
Enriqueta Valdiviano ... The Singing Woman
Eliazar Aquino ... Transvestite
Luis Gonzales ... Old Man
Antonio Morales ... Presentador
Daniel Ocano Paucar ... Ciego que canta
Teresa Villanueve ... Relojero's Wife
Claudia Llosa ....Σεναριογράφος


   Η Madeinusa είναι ένα κορίτσι που ζει σ’ ένα ξεχασμένο χωριό μιας οροσειράς του Περού, στο οποίο κανείς ξένος δεν μπορεί να μπει, την Μαναγιαγιεκούνα. Αυτό το παράξενο μέρος είναι γνωστό για μια θρησκευτική του συνήθεια: Από τη Μεγάλη Παρασκευή από τις 3:00 το απόγευμα κι έπειτα, όταν σταυρώνεται ο Ιησούς, μέχρι και την Κυριακή του Πάσχα, που ανασταίνεται, ολόκληρο το χωριό μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Η αμαρτία δεν υφίσταται κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών, επειδή ο Θεός είναι νεκρός και δεν μπορεί να τους δει. Όλα γίνονται, χωρίς τύψεις. Η Madeinusa, η αδελφή της κι ο πατέρας της, δήμαρχος του χωριού διατηρούν αυτή την παράδοση χωρίς κανέναν δισταγμό. Όλα, όμως, πρόκειται ν’ αλλάξουν με την άφιξη του Σαλβαδόρ (Σωτήρα), ενός νέου άντρα από τη Λίμα που είναι υποχρεωμένος να παραμείνει στο χωριό τις τρεις μέρες που ο Θεός δεν βλέπει...
  Αυτήν την ευκαιρία δεν την έχανα με τίποτα! Το να δεις μια ταινία, από το τόσο μακρινό Περού, είναι τουλάχιστον πολιτιστικό μάθημα, μιας και έχει να διανεμηθεί, κανονικά στην Ελλάδα (εκτός φεστιβάλ), ταινία από τη χώρα των Ίνκας, από… ποτέ! Έτσι είναι ενδιαφέρον να ξεκινήσουμε με μια μικρή αναδρομή στο περουβιανό σινεμά, με την ελπίδα να έχουμε μια εξίσου καλή συνέχεια, με την επαφή μας με αυτή τη χώρα.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1960, η παραγωγή ήταν φτωχή και κυρίως μεξικανοί κινηματογραφιστές κινούνταν στα πράγματα. Τη δεκαετία του 1970 έγινε προσπάθεια ανέγερσης εθνικού κινηματογράφου, με διασκευές τοπικών μυθιστορημάτων, όπως του δημοφιλούς Jamie Bayly. Ο Armando Robles Godoy έγινε ο πρώτος δημοφιλής σκηνοθέτης, παράγοντας κυρίως δράματα. Ο Francisco Jose Lombardi, με ποιοτικότερους προσανατολισμούς, τον αντικατέστησε και έβγαλε την τοπική κινηματογραφία από τα στενά της σύνορα και η ταινία του «Η Πόλη με τα Σκυλιά» του 1985, ανήκει στην avant-garde των λατινοαμερικανικών φιλμ της δεκαετίας. Το 2005, η ταινία κινουμένων σχεδίων του Eduardo Schuldt, Pirates en el Callao, έγινε η πρώτη ταινία στην ιστορία του λατινοαμερικανικού σινεμά, που προβλήθηκε σε 3-D. Η Madeinusa θεωρείται για το Περού, ήδη, εθνικός θησαυρός και για πολλούς η καλύτερη ταινία που παράχθηκε ποτέ στη χώρα.
Με αυτά και με άλλα, φτάσαμε και στην γλυκιά Madeinusa. Μια κοπέλα που οφείλει το ψευδώνυμο της (Made-in-USA), στην αγάπη της για ότι λάμπει. Σαν άγγελος με το κρίνο καταφτάνει, από την πρωτεύουσα Λίμα, ο νεαρός ήρωας και θα αναμιχθεί ανάμεσα στις παραδόσεις της καρδιάς της χώρας του, της απόμακρης επαρχίας. Σε μια σκηνή-βλασφημία, οι δυο τους θα ενωθούν σε μια μοίρα, που δεν θα μπορούσε να μην είναι τραγική. Η Claudia Llosa κρίνει τον συμπατριώτη της «αγροίκο», αλλά λατρεύει τις παραδόσεις του. Γλεντάει μαζί του στο ξέφρενο πανηγύρι, που αναμιγνύει τις ινδιάνικες ρίζες με την Καθολική θρησκεία.
Η φωτογραφία είναι ένα πολύχρωμο μωσαϊκό, από όλα τα έντονα χρώματα της ίριδας. Χρώματα που προτιμούσαν και οι πρόγονοι τους, στα πλουμιστά τους κατασκευάσματα. Σε αυτό το καμβά ταιριάζει απόλυτα ο μαγικός ρεαλισμός του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που έχει άλλωστε στοιχειώσει όλο το σινεμά της νότιας πλαγιάς της αμερικανικής ηπείρου. Η Llosa δεν αποφεύγει τους σχηματικούς χαρακτήρες, κάτι συνηθισμένο στις λαϊκές τέχνες. Η ταινία είναι ένα μοντέρνο παραμύθι, με ρίζες φολκλορικού δράματος.
Η ταινία, όμως, είναι φολκλόρ μονάχα στο θέμα της, αφού η Llosa κινείται με μια άνεση, που θα είχε ένας έμπειρος σκηνοθέτης. Παράγει έναν διεθνή κινηματογράφο, εύκολο για τα μάτια του, εκτός Περού, θεατή. Δεν βαθαίνει ποτέ την ιστορία της, ακόμα και αν βρίθει από συμβολισμούς.
Αφήνει τον ρεαλισμό των Λατίνων στο φολκλορικό επίπεδο και για τους ήρωες της κρατάει την αλά Μάρκες οπτική. Μείνετε ως το πανέξυπνο φινάλε, που σπάει τον συναισθηματισμό και προσγειώνει στο μυστικιστικό κόσμο της απομόνωσης.
Μια ταινία έκπληξη, απ’το μυστηριώδες Περού της Claudia Llosa (γεννήθηκε στη Λίμα στις 15 Νοεμβρίου του 1976 και είναι ανεψιά του συγγραφέα Μάριο Βάργκας Γιόσα.Το 1998 έφυγε και εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη της Ισπανίας. Την περίοδο από το 1998 ως το 2001 σπούδασε στην κινηματογραφική ακαδημία Escuela TAI. Το 2009 η Γιόσα ολοκλήρωσε τη δεύτερη ταινία της The Milk of Sorrow (La teta asustada-Το γάλα της θλίψης) το οποίο έλαβε μέρος στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου).
κριτική από τον Σταύρο Γανωτή (www.myfilm.gr) και το www.bbs.gr

3.2.11

Αναχωρήσεις

Παρασκευη 4/2 Καρλόβασι

Σάββατο 05/02, Κυριακή 06/02 Βαθύ

Okuribito

Departures


· Είδος: Δραματική
· Παραγωγής: 2008
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 12 Μαρτίου 2009
· Διάρκεια: 130'
· Διανομή: Nutopia Entertainment
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Χώρα προέλευσης: Ιαπωνία
· Γλώσσα: Ιαπωνικά

· Συντελεστές :

Yojiro Takita ....Σκηνοθέτης   


Masahiro Motoki ... Daigo Kobayashi
Tsutomu Yamazaki ... Ikuei Sasaki
Ryoko Hirosue ... Mika Kobayashi
Kazuko Yoshiyuki ... Tsuyako Yamashita
Kimiko Yo ... Yuriko Kamimura
Takashi Sasano ... Shokichi Hirata
Tetta Sugimoto ... Yamashita
Tôru Minegishi ... Yoshiki Kobayashi
Tatsuo Yamada ... Togashi
Tarô Ishida ... Sonezaki
Sanae Miyata ... Naomi Togashi
Ryôsuke Ôtani ... Tomeo's father
Mitsuyo Hoshino ... Kazuko Kobayashi
Kundo Koyama ....Σεναριογράφος
Joe Hisaishi…… Original Music

  Κάθε χρόνο σχεδόν το Χόλιγουντ μάς δίνει και μια ταινία τύπου Chocolat όπου ανεξάρτητα από το θέμα της όλα κινούνται σε κόσμους όμορφους, γλυκούς και αγγελικά πλασμένους. Αρκετά συχνά η αύρα αυτής της πλαστής εικόνας μετά το πρώτο δεκάλεπτο καταρρέει κι αυτό που μένει στο τέλος είναι η πίκρα του κιτς και του υπερβολικού. Ακριβώς αυτή είναι και η διαφορά του Departures από τόσες άλλες ταινίες που ανεπιτυχώς προσπαθούν να υιοθετήσουν αυτό το στυλ. Πρόκειται για μια ταινία που σε βάζει στον κόσμο της από την πρώτη κιόλας σκηνή και δεν σ`αφήνει να βγεις παρά μόνο με τους τίτλους τέλους. Ο Yojiro Takita μιλάει για το θάνατο και σ`αφήνει με την αίσθηση του «έρως και παντός είδους αγάπη ανίκατε μάχαν». Ένα φύσει απαισιόδοξο θέμα και μια ταινία που χωρίς να προσπαθεί καθόλου αναβλύζει αισιοδοξία και αγάπη. Να και ένας δημιουργός που ξέρει να είναι γλυκός χωρίς να είναι γλυκανάλατος.
  O Daigo , άνεργος μουσικός, αφήνει απογοητευμένος το Tokyo με τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου του για να επιστρέψουν στη γενέτειρά του προσβλέποντας σε μία νέα αρχή. Ψάχνοντας σε αγγελίες για δουλειά, θα πέσει πάνω σε κάποια που ζητά προσωπικό για να στελεχώσει ένα τμήμα σχετικό με 'Αναχωρήσεις'. Μόνο που οι αναχωρήσεις αυτές δεν είναι οι συνηθισμένες που ο Daigo ανέμενε ούτε η εταιρεία κάποιο ταξιδιωτικό γραφείο. Για την ακρίβεια πρόκειται για γραφείο κηδειών, όμως ο στριμωγμένος οικονομικά άνδρας θα δεχθεί τη θέση, κρυφά από τη σύζυγο, παρά την αρχική απέχθεια που νιώθει για τη φύση της νέας του απασχόλησης. Αναχώρηση, άλλωστε, σύμφωνα με τη βουδιστική φιλοσοφία, δεν συνεπάγεται ούτε τέλος ούτε αφετηρία παρά μια συνέχεια στην α-χρονική αιωνιότητα.
   Ιαπωνική ταινία με θέμα το θάνατο, που έχει για πρωταγωνιστή έναν υπάλληλο σε γραφείο τελετών; Δεν χρειάζονται περισσότεροι λόγοι για να προσπεράσεις μια ταινία που όχι απλώς δεν σου γεμίζει το μάτι αλλά μάλλον σε απωθεί. Κι όμως, στην περίπτωση των ανθρώπινων «Αναχωρήσεων», ο χαμένος θα είναι ο θεατής εάν δεν δει αυτή την αληθινά ξεχωριστή ταινία.
  Κατάφερε τη μεγάλη έκπληξη στα Oscars 2009(Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας) γιατί από το φιλμ του Yojiro Takita δεν λείπει τίποτα. Κέρδισε το Όσκαρ, αφήνοντας ξερούς τους πιο διαφημισμένους αντιπάλους του «Βαλς με τον Μπασίρ», «Ανάμεσα στους τοίχους», «Το σύνδρομο Μπάαντερ Μάινχοφ» - καλές ταινίες, αλλά σε καμιά περίπτωση τα «αριστουργήματα» που ήθελε μερίδα της κριτικής. Αν και ο θείος Όσκαρ μας έχει συνηθίσει κατά καιρούς σε κραυγαλέες αδικίες, εδώ εκτίμησε σωστά: Οι Ιάπωνες είχαν απλώς την καλύτερη ταινία. Η ιστορία του νεαρού τσελίστα που έχει χρεωθεί για να αποκτήσει το μονάκριβο μουσικό όργανό του είναι μια περιπέτεια ζωής που θα μπορούσε να συμβεί παντού. Όπως και να έχει, το πλήθος τον διακρίσεων που συνοδεύουν την ταινία του Yojiro Takita δεν αρκεί για να ορίσει στην ολότητά τους τα αιθέρια εκείνα συστατικά με τα οποία πραγματεύεται σε βάθος πανανθρώπινα ζητήματα.
  Η αντανακλαστική ανθρώπινη αποστροφή απέναντι στο θάνατο και ό,τι τελετουργικό τον συνοδεύει, έρχεται να αποδοθεί σε δύο εξίσου αναπτυγμένα επίπεδα ανάγνωσης.
Σε πρώτο πλάνο τίθεται η βιοποριστική ανάγκη του ήρωα, ύστερα από τη διάλυση της ορχήστρας όπου συμμετείχε. Ο Daigo αναγκάζεται εκ των συνθηκών να μάθει μία 'τέχνη' άχαρη, παρεξηγημένη, γεμάτη από απροσδιόριστο μεταφυσικό αρνητισμό σε όποιο γεωγραφικό πλάτος κι αν τελείται. Το να τεθεί ο θάνατος και τα παρελκόμενά του σε ρεαλιστική βάση, προσεγγίζοντάς τον με ανθρωπιά και σεβασμό μέσα στη φυσική εξέλιξη της ζωής και της κοινωνίας, αποτελεί ένα σημείο στο οποίο το «Departures» θριαμβεύει.
  Αλλά ακόμα και σε δεύτερο επίπεδο ο δραματουργικός πλούτος ξεχειλίζει, παραδίδοντας μας ένα ταπεινό μάθημα ζωής. Προσέξτε ιδιαίτερα τον τρόπο που ο ήρωας, ύστερα από μία σοκαριστική μέρα στη δουλειά, προσπαθεί απεγνωσμένα να απομυζήσει ζωή μέσα από την αγκαλιά της γυναίκας του, κάτι που παραπέμπει ανοικτά στην κλασσική τελική σκηνή από το 'Λόγο' του Dreyer. Προκειμένου να επιτευχθεί η ζητούμενη συμφιλίωση του ήρωα με το νέο επάγγελμα, προηγείται εκείνη που άπτεται του παρελθόντος του. Ο Daigo βίωσε σε τρυφερή ηλικία την εγκατάλειψη, με τον πατέρα του να φεύγει από το σπίτι, ενώ δεν πρόλαβε να αποχαιρετήσει τη μητέρα του , που τον μεγάλωσε μόνη της, όταν εκείνη πέθανε. Ως εκ τούτου, η διαχείριση του θανάτου και ό,τι σηματοδοτεί η νέα εργασία για τον ήρωα, περνάει μέσα από τους τραυματικούς ανοικτούς λογαριασμούς που άπτονται ζητημάτων απώλειας και ματαίωσης.


   Η αρχική σκηνή τοποθετείται σε ένα κονσέρτο, όπου ο πρωταγωνιστής και οι συνάδελφοί του απολαμβάνουν την επιτυχία, ώσπου έρχεται ο διευθυντής και ρίχνει την κεραμίδα: η ορχήστρα διαλύεται! Ο άνεργος πλέον νεαρός τσελίστας ψάχνει για δουλειά. Η αγγελία με τον τίτλο «Αναχωρήσεις» τού τραβάει την προσοχή αφού όλα δείχνουν εύκολα. Ακόμη πιο εύκολος είναι το τρόπος που προσλαμβάνεται: χωρίς πολλές κουβέντες (το αφεντικό τον κοιτά, σχολιάζει «ωραία, δεν δείχνεις καταθλιπτικός» και τον προσλαμβάνει χωρίς καμιά ερώτηση!), παίρνει σχεδόν τα διπλάσια λεφτά από όσα ζητάει, του δίνουν ρεπό την πρώτη μέρα δουλειάς και ένα αξιοσέβαστο ποσό ως επισημοποίηση της σύμβασης εργασίας.
  Με σκηνοθεσία σεμιναρίου για τα κοινότυπα δυτικά πρότυπα, σενάριο σταυροβελονιά οικουμενικού χαρακτήρα και δυναμικές εγκεφαλικές ερμηνείες, διακρίνεται για την ανθρώπινη συγκίνηση και την χαρακτηριστική αισθητική υψηλού επιπέδου, χωρίς εκπτώσεις ήθους και ύφους. Αγγίζει κάθε καρδιά και νου, πολύ ταπεινά, χωρίς να εκβιάζει τα συναισθήματα, με τη χρήση χαμηλών τόνων έκφρασης... Μεγαλείο στυλιστικής έκφρασης και θαυμασμός για τον μοναδικό τρόπο που άγγιξε ένα τολμηρό θέμα – κινηματογρα-φικά, ταμπού έως τώρα - με καυστικό χιούμορ, διασκεδαστική ελαφρότητα σε πρώτο επίπεδο και κοινωνιολογική ενδοσκόπηση με βαθύτερα νοήματα σε δεύτερο, ενώ διαθέτει πρωτοτυπία, δεν είναι προβλέψιμη, περιέχει στοιχεία απρόσμενων εκπλήξεων κι έχει ισάξιους δευτεραγωνιστές , που συμμετέχουν ισότιμα στη διάρκεια του φιλμ.
  Η ταινία πραγματικά είναι ένα ποίημα ανθρωπιάς και έρωτα, που ο διάσημος σκηνοθέτης με χρυσοκλωστή υφαίνει απ’ την αρχή ως το τέλος της προβολής, μέσα από ένα βαθυστόχαστο, απλό σενάριο, επάνω στον παραδεισένιο καμβά της οθόνης, λέξη με την λέξη και σκηνή με τη σκηνή , χωρίς οι θεατές να χρειάζεται να ξοδευτούν σε κουραστικές φόρμες κατανόησης, μια και με τρόπο απλό το ένα απρόσμενο γεγονός διαδέχεται το άλλο, ξετυλίγεται ήρεμα επάνω στην οθόνη μια σοβαρή πλοκή με χιούμορ, σαρκασμό αλλά και με αρχές ανθρώπινης συνέπειας, και στάσεις ανθρώπων με βαθύτερη κατανόηση, των παθών της ζωής τους και της αγωνία τους για την επικείμενη τελική αναχώρησης τους.
  Σαν ποίημα, το θέμα, οι ηθοποιοί, τα εικαστικά ταμπλό, η μουσική, η με σύνεση ήρεμη δράση, όλα μαζί ισορροπούν στο άπειρο μέσα απ’ τον έρωτα για τη ζωή - κρατώντας άπνοο τον θεατή ν’ ακροβατεί κι αυτός πολύ κοντά στο όνειρο και μακριά απ’ τον εφιάλτη - όχι τόσο κατανοώντας αλλά νοιώθοντας την αισιοδοξία που υπάρχει εν τέλει στην ζωή, μα ακόμη και στον θάνατο, αλλά ιδιαίτερα κυρίως εκεί, μακριά στο χρόνο, στο αμφίδρομο το πέρασμα, που ο αγώνας ο ανθρώπινος για το καλύτερο κτίζει ανάμεσά τους.
Στην τελετουργικών ρυθμών, κλιμακούμενα μεστών συναισθημάτων, διακριτικού χιούμορ, σαρωτικής αξιοπρέπειας ταινία του γινόμαστε αβίαστα συν-μαθητές του Daigo, όλοι εμείς που αποστρεφόμαστε το επάγγελμα του «βαλσαμωτή», διά του ενδότερού μας φόβου του θανάτου.
  Μαζί του μαθητεύουμε από την αρχή-αρχή κιόλας, στην άκρως λεπτομερή τέχνη της προετοιμασίας του νεκρού για την ύστατη αναχώρηση αλλά κυρίως στην έννοια της συμφιλίωσης: συμφιλίωση με τα ταμπού (το παρεξηγημένο επάγγελμα), με το βλέμμα του άλλου (πώς θα κοιτάξει τον Daigo ο κόσμος και πρωτίστως η σύζυγός του), με τον πόνο των τρίτων (οι συγγενείς του εκλιπόντος), με το παρελθόν σου (ο «μισητός» πατέρας που τον εγκατέλειψε ) και εννοείται με την ιδέα του θανάτου, που τελικά μέρος της ζωής είναι κι αυτός, θες δε θες, είτε στη Δύση κατοικοεδρεύεις ή στην Ανατολή, ανεξαρτήτως δογμάτων θρησκευτικών ή ρευμάτων φιλοσοφικών.
Είναι μια από τις πιο λεπτοφυείς και ιδιοσυγκρασιακές ταινίες που είδαμε τον τελευταίο καιρό. Κουβαλώντας μέσα της χρώματα και αρώματα από την τελευταία περίοδο του Ozu, αλλά και τις πιο ανθρώπινες στιγμές του Koreeda, η ιστορία του Daigo μοιάζει αναπόφευκτη, σαν τη ροή ενός ορμητικού ποταμού.
  Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε αντίστασης ενάντια στη μοίρα μοιάζει αρχικά ενοχλητική, αλλά ο Daigo φυλάει την υπομονή και την επιμονή του για άλλα πράγματα. Όπως για τη νέα του δουλειά για παράδειγμα. Η ιεροτελεστία, που συμπεριλαμβάνει τον τελετουργικό καλλωπισμό των εκλιπόντων, μοιάζει σχεδόν μαγευτική, σε βαθμό που το επερχόμενο χιούμορ (ένα transexual πτώμα και μπόλικα θανατηφόρα απρόοπτα προσφέρουν στις Αναχωρήσεις τις απαραίτητες στιγμές κωμικής εκτόνωσης) σε πιάνει απροετοίμαστο.
  Ο σκηνοθέτης Takita στέκεται επάξια δίπλα στους μεγάλους δημιουργούς της χώρας του -όχι μόνο τον Ozu και τον Koreeda – αλλα και τον Kenji Mizoguchi και τον Akira Kurosawa. Επιλέγει θέματα εύθραυστα - ο φόβος του θανάτου, το χάσμα των γενεών, το κοινωνικό στάτους από την επιλογή της εργασίας. Η γραφή του είναι ένα κέντημα, που έχει επιδέξιες τεχνικές: ποιητική και ανθρώπινη η τελετουργία της προετοιμασίας των νεκρών, χιουμοριστικό σενάριο σε σκηνές που δεν φαντάζεσαι, αμεσότητα που δεν αφήνει αμφιβολίες.
  Μέσα από την ευαίσθητη ματιά του και υπό τους μελωδικούς ήχους του Joe Hisaishi, το «Departures» αποδεικνύεται μία βαθύτατα συναισθηματική και απρόσμενα αισιόδοξη ταινία, που προσεγγίζει το ζήτημα του θανάτου μέσα από ένα πρωτότυπο μείγμα ρεαλισμού και συμβολισμού.
  Πάνω που ο Daigo νόμιζε πως η μουσική τελείωσε γιαυτόν και πάνω που και μεις νομίζαμε πως μια ταινία εξ Ιαπωνίας με τέτοιο θέμα μονάχα θρίλερ φρίκης θα μπορούσε να είναι, νάσου ένα κομψοτέχνημα σπάνιας σεμνότητας και βαθιάς ανθρωπιάς που σου ταρακουνά σκέψεις και αισθήσεις, χωρίς να σε εκβιάζει. 
  Περιττό να τονίσουμε ότι το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο από την αρχή, έως το τέλος , χωρίς να κουράσει στο παραμικρό. Ταινία που δεν πρέπει να χάσει κανείς, που συντονίζεται με ένα μαγικό ρυθμό , σε απορροφά, μετρημένη, συνεκτική, με λιτότητα που μόνο το ιαπωνικό σινεμά μπορεί να αποδώσει...
   Αναμφίβολα πρόκειται για μία από τις πιο ιδιαίτερες προτάσεις της χρονιάς, μια μοναδική εμπειρία. 

κριτικές από τους Νεκτάριο Σάκκα( www.cinemanews.gr) , Κωνσταντίνο Καϊμάκη (www.ethnos.gr ) , Δέσποινα Παυλάκη (www.mixtape.gr) , Δημήτρη Παπαμίχο (www.myfilm.gr) , Άγγελο Κότσαρη και Σοφία Γουργουλιάνη (www.cine.gr) και Π.Τιμογιαννάκη από τον Ελεύθερο Τύπο (http://www.e-typos.com/ ).
http://www.youtube.com/watch?v=MtdENmR6jKw