21.12.12

Οικογένεια Μαθουσάλα

Maratonci trce pocasni krug
 
Καρλόβασι    Παρασκευή 21/12
Σάμος     Σάββατο 22/12

Περίληψη
Στην περίοδο του Μεσοπολέμου, μια οικογένεια, που διατηρεί ένα γραφείο κηδειών,
 θα έλθει σε σύγκρουση, για επαγγελματικούς λόγους, με μια άλλη οικογένεια, με αποτέλεσμα να προκύψουν κωμικές καταστάσεις που θυμίζουν γκανγκστερική φάρσα.
Η ταινία 
Η οικογένεια Μαθουσάλα ήταν το πρώτο σενάριο που έγραψε ο 23άχρονος τότε
Dusan Kovacevic. Η δράση τοποθετείται στη δεκαετία του '30, σε μια απομονω-
μένη μικρή πόλη της Σερβίας, στην οποία η οικογένεια έχει την επιχείρησή
της, ένα γραφείο τελετών. Συναντάμε έξι γενιές της οικογένειας Topalovic, όπου ο
καθένας από αυτούς χτυπάει ανηλεώς και τραμπουκίζει το γιο του. Η ταινία
επικεντρώνεται στο νεότερο μέλος της οικογένειας, τον ψηλό και όχι τόσο ευφυή
Mirko. Ο Mirko είναι παθιασμένος με τις ταινίες και την Cristina, η οποία παίζει
πιάνο στον τοπικό κινηματογράφο και είναι κόρη του μαφιόζου Billy Python,
που προμηθεύει την επιχείρηση των Topalovic με χρησιμοποιημένα φέρετρα
που η συμμορία του ξεθάβει και αδειαζει. Αλλά το αφεντικό της μαφίας τον
χρησιμοποιεί για να καταστρέψει τους ανταγωνιστές του, οι οποίοι δεν είναι
άλλοι από τους ίδιους τους Topalovic.
Κριτική
Πιστεύω πως δεν υπάρχει ούτε ένας νεότερος Σέρβος που να μην ξέρει έστω και
μία σκηνή από αυτή την ταινία. Αυτή η ταινία είναι πολύ απλά «η λατρεία». Οι
διάλογοι και η ερμηνεία είναι τόσο τέλειοι ώστε πολλές φράσεις της ταινίας
είναι ήδη μέρος της σύγχρονης σέρβικης γλώσσας. Το σενάριο του Kovacevic είναι
ακόμη καλύτερο από το πρωτότυπο έργο. Αυτός και όλη εκείνη η γενιά των ηθο-
ποιών και των σκηνοθετών, έχουν επηρεάσει τελείως τις ζωές μας και την
αντίληψή μας. Η ταινία είναι επίσης πολύ εκπαιδευτική, σκιαγραφεί τον
χρόνο και τη νοοτροπία μιας μικρής σερβικής πόλης της δεκαερίας του 30, κα-
λύτερα από οποιαδήποτε άλλη ταινία. Και τελικά ολόκληρη η ιστορία ποτέ δεν
εξασθενεί: πέντε γενεές των Topalovic «κλαίνε» επειδή ένα παλαιότερο μέλος
τους και ιδρυτής του γραφείου κηδειών τους, ο 156 χρονών Pantelija, έχει πεθά-
νει…
Απλά λατρεύω αυτή την ταινία!
Joselito Duric (28-04-2002)


13.12.12

Η κραυγή ενός ανθρώπου

Θα θέλαμε να σας ζητήσουμε συγγνώμη για την αλλαγή του προγράμματος που όμως οφείλεται  στην εταιρεία διανομής που επικαλέστηκε καταστροφή της κόπιας της προγραμματισθείσας ταινίας. Ευελπιστούμε στην κατανόησή σας .....

Un home qui crie.
Γαλλία/Βέλγιο/Τσαντ. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μαχάματ Σάλεχ Χαρούν. Ηθοποιοί: Γιουσούφ Τζαορό, Ντιουκούντα Κόμα Χατζιέ, Φατιμέ Νγκούα. 92'

Η σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο, με φόντο τον εμφύλιο πόλεμο στο Τσαντ, σε μια συγκλονιστική, δοσμένη με λιτό, μετρημένο στιλ, ταινία-βραβείο της κριτικής επιτροπής στις Κάνες.
Την τραγωδία ενός εμφύλιου πολέμου σε αφρικανική χώρα μέσα από την ιστορία ενός παλιού πρωταθλητή κολύμβησης, υπεύθυνου της πισίνας τουριστικού ξενοδοχείου, παρουσιάζει ο 50χρονος σκηνοθέτης από το Τσαντ, Μαχάματ Σάλεχ Χαρούν. Το πρόβλημα για τον 60χρονο Αντάμ αρχίζει όταν οι νέοι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου τον πιέζουν να παραχωρήσει τη θέση του στον 20χρονο γιο του, Αμπντέλ, γεγονός που θεωρεί ταπείνωση (η ιστορία θυμίζει τον «Τελευταίο των ανθρώπων» του Μούρναου). Για να μπορέσει να κρατήσει τη θέση του, ο Αντάμ σταματά να πληρώνει τους ντόπιους στρατιωτικούς από το να επιστρατεύσουν το γιο του, με αποτέλεσμα ο Αμπντέλ να σταλεί στο μέτωπο.
Εκτός από το θέμα του πολέμου, η ιστορία κάνει κι ένα σχόλιο πάνω στη σχέση (και τη σύγκρουση) ανάμεσα στις δυο γενιές. Δημιουργός του εκπληκτικού, βραβευμένου «Darrat» («Περίοδος ξηρασίας», Βενετία, 2006), ο Χαρούν στήριξε στις δικές του εμπειρίες την ιστορία. Καταγράφει με λιτό, μετρημένο στιλ, που κρύβει μια μεγάλη δύναμη, την όλη τεταμένη ατμόσφαιρα, με τον πόλεμο να καθορίζει τις τύχες των ανθρώπων, αλλά και ολόκληρων χωρών. Οδηγεί την ταινία σ' ένα συγκλονιστικό φινάλε, απελπιστική κραυγή για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία.

Στο σημερινό Τσαντ, ο 60χρονος Άνταμ, παλιός πρωταθλητής κολύμβησης, δουλεύει στην πισίνα ενός μικρού ξενοδοχείου, μια δουλειά που είναι η μόνη χαρά της ζωής του. Όταν ο νέος ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου τού ανακοινώνει ότι πλέον δεν θα εργάζεται σε αυτό το πόστο, ο Άνταμ αρχίζει να βλέπει εχθρικά τον ίδιο του το γιο, που τον αντικαθιστά στη θέση. Αυτή η έχθρα θα τον οδηγήσει να πάρει μια συγκλονιστική απόφαση...
Η πισίνα είναι όλη μου η ζωή», λέει ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο σε γενικές γραμμές ανέκφραστος Άνταμ, για να εξηγήσει την απέραντη πίκρα του για τον παραγκωνισμό του από τη θέση του ως υπεύθυνου της πισίνας ενός πολυτελούς θερέτρου. Είναι απλά μια δουλειά που τον βοηθά να θυμάται τις παλιές του δόξες; Είναι κολακευμένος από το στάτους που του δίνει ένα χώρος με σαφή Δυτική νοοτροπία; Είναι δύσκολο να πει κανείς - αντίθετα με τον τίτλο της ταινίας, ο Άνταμ παραμένει σιωπηλός και χαμηλών τόνων, ένα πραγματικό αίνιγμα για τον θεατή, που καλείται παρόλ' αυτά να ακολουθήσει την γεμάτη δυσάρεστες εκπλήξεις ιστορία του και μια συγκλονιστική, καταστρεπτική ανατροπή.
Ευτυχώς η ταινία καταφέρνει, αν όχι να δικαιολογήσει μια τέτοια σοκαριστική απόφαση, τουλάχιστον να την βάλει με δεξιοτεχνία σε ένα κοινωνικό και δραματουργικό πλαίσιο ώστε να την αναγνωρίσεις ως ενδεικτική της γενικότερης παρακμής που φέρνει ο εμφύλιος πόλεμος, οι κοινωνικές συγκρούσεις, ακόμη και ο ερχομός των γηρατειών. Αξιοθαύμαστη είναι η αυτοπεποίθηση του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Μαχάματ-Σαλέχ Χαρούν να αφήσει την ιστορία του να ξεδιπλωθεί με αργούς ρυθμούς και μεγάλες σιωπές, χωρίς μελοδραματικά ξεσπάσματα και υπερβολικές εξηγήσεις για τις πράξεις του κεντρικού ήρωα, όσο και αν αυτές οι επιλογές τελικά υπονομεύουν το μομέντουμ της ιστορίας και κουράζουν.
Το ύψιστο κοπλιμέντο για την ταινία, όμως, προορίζεται για τον χειρισμό του εμφυλίου πολέμου: χωρίς να προσπαθεί να απεικονίσει τις ίδιες τις εμφύλιες συγκρούσεις, τις αφήνει να αιωρούνται πάνω από την πλοκή, κρυμμένες μέσα σε ραδιοφωνικά δελτία, εικόνες από πρόσφυγες ή την κεντρική σκηνή της βίαιης στρατολόγησης του γιου του Άνταμ, και να επενδύουν τα τεκταινόμενα με αυθεντική ένταση και σασπένς.
 Χριστίνα Λιάπη
 


5.12.12

Russkiy kovcheg/Russian Ark

Kαρλόβασι Παρασκευή 7/12, Σάμος Σάββατο 8/12/2012

 Ρωσική Κιβωτός
Είδος: Δράμα, φαντασίας, ιστορικό
Παραγωγής: 2002
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 07-03-2003
Διάρκεια:96΄
Διανομή: New Star
Χρώμα: Έγχρωμο
Χώρα προέλευσης: Ρωσία, Περσία
Γλώσσα: Ρώσικα
Σκηνοθεσία: Aleksandr Sokurov
Σενάριο: Boris Khaimsky, Anatoli Nikiforov
Πρωταγωνιστούν: Sergei Dontsov, Mariya Kuznetsova, Leonid Mozgovoy, David Giorgobiani 


 Διακρίσεις
Δύο υποψηφιότητες στα Ευρωπαϊκά βρα-
βεία του έτους 2002: Σκηνοθεσίας (Aleksandr
Sokurov) και Φωτογραφίας
(Τιλμαν Μπιτνερ).
Η Ταινία

O Αλεξάντερ Σοκούροφ αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους δημιουργούς. Κάθε ταινία του αποτελεί σημαίνον γεγονός συμμετέ χοντας στα μεγαλύτερα
Φεστιβάλ. Κι όμως, το έργο του παραμένει σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα. Μόνο το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έχει πραγματοποιήσει ένα μεγάλο αφιέρωμα στο συνολικό έργο
του σημαντικού αυτού σκηνοθέτη και έως σήμερα συνεχίζει αέναα να παρουσιάζει κάθε νέα δημιουργία του. Οι Έλληνες θεατές δεν είχαν ποτέ καμία άλλη ευκαιρία να παρακολουθήσουν τα φιλμ του Σοκούροφ στη σκοτεινή αίθουσα. Με τη “Ρώσικη Κιβωτό” το ευρύτερο ελληνικό κοινό
θα έχει για πρώτη φορά την ευκαιρία να γνωρίσει έναν από τους πιο ανήσυχους και δημιουργικούς σκηνοθέτες των καιρών μας. Η “Ρώσικη Κιβωτός” είναι μια πραγματικά μοναδική δημιουργία. Συνδυάζοντας τις τελευταίες τεχνολογικές κατακτήσεις, τη δυνατή αφήγηση, το προσωπικό σκηνοθετικό στυλ, αποτελεί μια αυθεντική πολιτισμική κατάθεση. Μια ταινία μυθοπλασίας, μια απόλυτη "ταινία-δημιουργού". Ο Σοκούροφ χρησιμοποίησε 867 ηθοποιούς, περισσότερους από χίλιους κομπάρσους, αναρίθμητα κοστούμια και περούκες της εποχής όπως και τρεις συμφωνικές ορχήστρες, μέσα σε ένα από τα μεγαλύτερα παλάτια του κόσμου, το σημερινό μουσείο του
Ερμιτάζ (State Hermitage Museum, κόσμημα και λάβαρο της Αγίας Πετρούπολης που γιορτάζει
φέτος τα 300 της χρόνια). Χρειάστηκαν μήνες προετοιμασίας και προβών και το φιλμ γυρίστηκε σε μια και μοναδική μέρα, με μια και μοναδική λήψη. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έγινε στο φεστιβάλ Καννών 2002 για να ακολουθήσει ένα μπαράζ συμμετοχών στα μεγαλύτερα διεθνή φεστιβάλ. Είναι μια συμπαραγωγή  του Μουσείου Ερμιτάζ με την υποστήριξη του Ρωσικού Υπουργείου Πολιτισμού. Ο Μάρτιν Σκορσέζε, στήριξε από την αρχή το όραμα του Σοκούροφ μετέχοντας ως εκτελεστής παραγωγός. Ίσως η πιο ριζοσπαστική ιδέα και η δυσκολότερη απόπειρα δημιουργίας μιας ταινίας. Τα εύσημα  για την ιδέα παίρνει ο Alexander Sokurov, αλλά μπορεί και
λίγο περισσότερο να τα αξίζει ο κινηματογραφιστής Tilman Büttner. Η ταινία γυρίστηκε στο μουσείο Ερμιτάζ το οποίο είναι ένα από τα 6 κτίρια των πρώην Χειμερινών Ανακτόρων στην Αγία Πετρούπολη στη Ρωσία. Ο θεατής βρίσκεται από την αρχή της ταινίας εγκλωβισμένος μέσα στο μυαλό του άγνωστου πρωταγωνιστή ακούγοντας την φωνή του και τις σκέψεις του, βλέποντας μέσα από τα μάτια του αλλά ποτέ τον ίδιο. Καθώς περιπλανείσαι από το ένα δωμάτιο στο άλλο μέσα στο Ερμιτάζ συναντάς ανθρώπους πραγματικούς και φανταστικούς από διάφορες χρονικές περιόδους ξετυλίγοντας έτσι 300 χρόνια ρωσικής ιστορίας. Συνταξιδιώτης σου και πάντα κοντά σου βρίσκεται ένας άγνωστος μαυροφορεμένος γάλλος αριστοκράτης του 19ου αιώνα, που ο πρωταγωνιστής τον βαφτίζει «Ευρωπαίο». Περνώντας από τα δωμάτια των πρώην ανακτόρων, ταξιδεύεις από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης και τον Τσάρο Νικόλαο τον πρώτο, μέχρι και την εποχή του Στάλιν και του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

 

28.11.12

Η Πηγή των Γυναικών

La Source Des Femmes
Καρλόβασι Παρασκευή 30/11
Σάμος Σάββατο 1/12/2012

Είδος: Κωμωδία, δράμα
Παραγωγής:2011
Πρεμιέρα στην Ελλάδα:15-03-2012
Διάρκεια:135΄
Διανομή:Strada
Χρώμα:Έγχρωμο
Χώρα προέλευσης:Βέλγιο, Ιταλία, Γαλλία
Γλώσσα:Αραβικά
Σκηνοθεσία:Radu Mihaileanu
Σενάριο:Alain-Michel Blanc,Radu Mihaileanu
Πρωταγωνιστούν: Leïla Bekhti, Hafsia Herzi, Biyouna 
 


 Διακρίσεις
Επίσημη συμμετοχή στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ των Καννών, 2011.
Περίληψη
Οι γυναίκες ενός απομονωμένου χωριού στο βουνό Άτλαντας του Μαρόκο αναγκάζονται να κουβαλούν καθημερινά νερό
στο χωριό απ’ τις πηγές του βουνού. Μια μέρα, μετά από ένα τραγικό συμβάν αποφασίζουν ότι όλα τελειώνουν εδώ.
Τέρμα οι αγκαλιές. Τέρμα το σεξ με τους συντρόφους τους. Απεργία από κάθε συζυγικό καθήκον μέχρι να δεχθούν οι άν-
δρες να φέρνουν εκείνοι το νερό στο χωριό.
Κριτικές
Οι Ρουμάνοι κινηματογραφιστές της νέας γενιάς μεγαλουργούν με πάγια Γαλλική χρηματοδότηση. Η τελευταία τους ταινία
είναι μια αραβόφωνη αριστοφανική κωμωδία, εύστοχη, καυστική, υπαρξιακή, ανθρωπιστική. Έχει στοιχεία ρομαντικού δράματος με πολλούς κοινωνικούς συμβολισμούς και διαδραματίζεται σ΄ένα
εξωτικό Μαρόκο, ίσως λίγο γραφικά αγροτουριστικό, αλλά αρκετά κοντά στην πραγματικότητα της σημερινής ηθικής.
Παπαμίχος Δημήτρης 


Κάτι σαν μοντέρνα εκδοχή της «Λυσιστράτης», η βασισμένη σε πραγματική ιστορία ταινία του Ρουμανογάλλου σκηνοθέτη Ράντου Μιχαϊλεάνου επιλέγει μια ανάλαφρη προσέγγιση σε ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, καταλήγοντας συμπαθητική και καλοπροαίρετη αλλά χωρίς δόντια. Έχοντας δηλώσει στην αρχή της ταινίας του ότι η ταινία μπορεί να είναι 'αλήθεια ή παραμύθι', ο σκηνοθέτης Ράντου Μιχαϊλεάνου παραδέχεται ότι μέσα στις προθέσεις του δεν είναι η αυστηρά ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας των γυναικών του αραβικού κόσμου ούτε ένα αμείλικτο κατηγορητήριο. Αντίθετα, προτιμά μια αναπάντεχα
ανάλαφρη προσέγγιση της ιστορίας, με κάποιες σκοτεινές πινελιές, για να πει την ιστορία του, κάνοντάς την πιο εύπε-
πτη – και γι' αυτό αδύναμη σαν επιχείρημα. Ίσως αυτό να είναι ένα βλαβερό στερεότυπο, το να περιμένεις μια ταινία για την ακόμη εξοργιστική κατάσταση της γυναικείας χειραφέτησης στον αραβικό κόσμο να είναι μια καταθλιπτική, άβολη εμπειρία. Ίσως ό,τι έχουμε συνηθίσει όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των
πολιτικών ταινιών με τέτοια μηνύματα να είναι λάθος και όποιο κινηματογραφικό είδος να μπορεί να εξυπηρετήσει αντίστοιχους σκοπούς. Αλλά στην «Πηγή των Γυναικών» η επιλογή για έναν χιουμοριστικό, κάπως ζαχαρένιο τόνο, παρόλο που είναι σεβαστή, και η προφανής διάθεση για ένα καλό τέλος, τελικά αποδυναμώνουν την καταγγελία. Μένει μια καλοφτιαγμένη και καλοπροαίρετη ιστορία, με άφθονο τοπικό χρώμα και σχεδόν
καρτποσταλική φωτογραφία, αν και κάποιες προσθήκες (όπως το εύρημα με τα σατιρικά τραγούδια που περιλαμβάνονται στην πλοκή) είναι μεν αυθεντικές αλλά φτάνουν στα όρια του κιτς και ίσως ήθελαν περισσότερη σκέψη στην εκτέλεσή τους. Οι ντόπιες φυσιογνωμίες, όμως, και οι φυσικές τους ερμηνείες τραβούν την προσοχή από το κάπως αφελές σενάριο και στο κέντρο της ιστορίας κυριολεκτικά λάμπει η Λέιλα Μπεκτί ως η δυναμική κοπέλα που ξεκινά την όλη περιπέτεια, ενώ γλυκύτατη είναι και η ιστορία αγάπης που μοιράζεται με τον άντρα της.
Χριστίνα Λιάπη

23.11.12

Padre Padrone

Πατέρας Αφέντης
Σάμος 23/11/2012

Είδος: Βιογραφικό, δράμα
Παραγωγής: 1977
Πρεμιέρα: 02-09-1977 (Ιταλία)
Διάρκεια: 113΄
Διανομή: Ama Films
Χρώμα: Έγχρωμο
Χώρα προέλευσης: Ιταλία
Γλώσσα: Ιταλικά, Σαρδόνια, Γερμανικά
Σκηνοθεσία: Paolo Taviani, Vittorio Taviani
Σενάριο:Paolo Taviani,Gavino Ledda
Πρωταγωνιστούν: Omero Antonutti , Saverio Marconi, Marcella Michelangeli

Περίληψη
Ο μικρός Γκαβίνο είναι μόλις έξι ετών όταν ο πατέρας του τον παίρνει από το
σχολείο με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο, προορίζοντάς τον για βοσκό, ως το μεγα-
λύτερο παιδί που έχει υποχρέωση να συνεισφέρει στον αγώνα της οικογένειας ως
προς το ζην. Οι μέθοδοι της εποχής ως προς τη διαπαιδαγώγηση και τη συνέτιση
ενός μικρού παιδιού είναι λίγο πολύ γνωστές, με τον Γκαβίνο να μεγαλώνει
στα βουνά της Σαρδηνίας παρέα με τα πρόβατα, το σκύλο και το ξύλο από τον
πατέρα του. Στα 20 του χρόνια που επιστρέφει από το βουνό, δεν είναι παρά
ένα φοβισμένο αγρίμι που εξακολουθεί να τρέμει τη σκιά του αυταρχικού γονιού
του. Θέλει να φύγει από το χωριό, η μοναδική φορά όμως που το καταφέρνει
είναι όταν ο πατέρας του και πάλι αποφασίζει αντί για αυτόν και τον στέλνει
εθελοντή στο στρατό, ως μηχανικό ραδιοφώνων. Η πρώτη όμως αυτή φορά που ο
νεαρός Γκαβίνο βρίσκεται μακριά από την οικογένειά του είναι και καθοριστική.

Η ταινία
H ταινία που χάρισε στους αδερφούς Ταβιάνι το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ
Καννών του 1977, μια επώδυνη ιστορία ενηλικίωσης φτιαγμένη από τα απομει-
νάρια του νεορεαλισμού και την ποίηση δύο μεγάλων δημιουργών του σινεμά.
Η πραγματική ιστορία του Γκαβίνο Λέντα, γιου ενός βοσκού στη Σαρφηνία, ο
οποίος κατάφερε να ξεφύγει από τις σκληρές καταφέρνοντας να γίνει ένας
διακεκριμένος γλωσσολόγος και συγγραφέας. Γιατί αγνόησαν μάλλον επιδει-
κτικά, για παράδειγμα, τη νέα εποχή που έφερναν από την άλλη πλευρά του
Ατλαντικού οι μετά-μπεργκμανικές «3Γυναίκες» του Ρόμπερτ Αλτμαν, το ανα-
τρεπτικό για την ορατότητα των αφροαμερικάνων και των γκέι «Car Wash» ή το
folk «Bound for Glory» του Χαλ Ασμπι, ενός ακόμη εκπροσώπου του νέου αμερι-
κάνικου σινεμά; Γιατί δεν προτίμησαν τη rock ‘n’ roll «ανεξαρτησία» του «Αμερικά-
νου Φίλου» του Βιμ Βέντερς ή τη φρέσκια ματιά του πρωτοεμφανιζόμενου
Ρίντλεϊ Σκοτ με το «The Duellists». Όλες οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα
βρίσκονται σε αυτό που ήταν πάντοτε το σινεμά των αδερφών Ταβιάνι: μια πρωτο-
φανής σύνθεση ενός λαϊκού σινεμά με το στιλιζάρισμα μιας κινηματογραφικής
ποίησης που χαρακτήρισε το σινεμά τους από τις αρχές του 1970 μέχρι και σή-
μερα. Ο «Πατέρας Αφέντης» είναι μια ταινία πιο rock ‘n’ roll από τον «Αμερικάνο
Φίλο», πιο ντίσκο από το «Car Wash», ένα καθαρόαιμο πανκ φιλμ ενηλικίωσης,
τόσο ελεύθερο από συμβάσεις σαν να γυρίστηκε on the spot σαν ντοκιμαντέρ και
μετά μονταρίστηκε από δύο μεγάλους καλλιτέχνες. Ολόκληρο το πρώτο μέρος
του φιλμ είναι σχεδόν βωβό, με μοναδική ηχητική μπάντα τη φύση της ορει-
νής Σαρδηνίας και τους ήχους από τη βία που ασκείται στον ήρωα από τον τυ-
ραννικό πατέρα του. Οι Ταβιάνι δεν εξηγούν. Δεν ενδιαφέρονται για την
ψυχολογία του πρωταγωνιστικού τουςζευγαριού. [...]

 Διακρίσεις
Ο “Πατέρας Αφέντης” προβλήθηκε το 1977 στα δυο μεγαλύτερα φεστιβάλ κι-
νηματογράφου της Ευρώπης: Σε εκείνο του Βερολίνου, όπου κέρδισε το
Βραβείο Interfilm Grand Prix. Χρυσό Φοίνικα Καλύτερης Ταινίας, φε-
στιβάλ Καννών, 1977. Ειδικό βραβείο David, εθνικά βραβεία
της Ιταλίας «David di Donatello», 1978. Βραβεία καλύτερου σκηνοθέτη και κα-
λύτερου ηθοποιού, ετήσια ψηφοφορία της Ιταλικής Ένωσης Κριτικών Κινηματο-
γράφου, 1977.

15.11.12

Κάθε ψέμα κρύβει μια αλήθεια

Kawasakiho ruze/Kawasaki's Rose
Παρασκευή 16/11/2012 Καρλόβασι
Σάββατο 17/11/2012 Σάμος 
Είδος: Δράμα
Παραγωγής: 2009
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 13-01-2011
Διάρκεια: 100΄
Διανομή: Ama Films
Χρώμα: Έγχρωμο
Χώρα προέλευσης: Τσεχία
Γλώσσα: Τσεχικά
Σκηνοθεσία: Jan Hrebejk
Σενάριο: Petr Jarchovský
Πρωταγωνιστούν: Lenka Vlasáková,Milan Mikulcík,Martin Huba

Διακρίσεις
Υποψήφιο για όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας. Βραβείο C.I.C.A.E. και
Οικουμενικό Βραβείο, Φεστιβάλ Βερολίνου.

Περίληψη
Ο διακεκριμένος ψυχίατρος Πάβελ Γιόσεκ πρόκειται να τιμηθεί με το «Memory
of the Nation» από την κυβέρνηση της Τσεχίας για το επιστημονικό έργο του και
την προσφορά του στην πατρίδα. Τόσο η όμορφη γυναίκα του όσο και η γοητευ-
τική κόρη του είναι πολύ χαρούμενες γι’ αυτό το βραβείο. Όμως ο Λούντεκ, ο
γαμπρός του, ο οποίος εργάζεται στην ερευνητική ομάδα που κινηματογραφεί
τη ζωή του Πάβελ, ανακαλύπτει ότι ο πεθερός του βρισκόταν στη λάθος πλευρά
της ιστορίας πίσω στα χρόνια της Κομμουνιστικής Τσεχοσλοβακίας. Ο Πάβελ,
παρά την επικείμενη βράβευσή του, δεν είναι και τόσο ηθικά άμεμπτος όσο πολ-
λοί πιστεύουν, καθότι στο παρελθόν είχε συνεργαστεί με τις μυστικές υπηρεσίες
ενώ στη συνέχεια συμπορεύτηκε με το καθεστώς που υπάρχει αυτή τη στιγμή
στη χώρα. Η οικογένεια του Γιόσεκ και οι κοντινοί τους φίλοι προσπαθούν τώρα να
δουν πώς θα διαχειριστούν αυτά τα θέματα, που θα προκύψουν.

Κριτική
Ο ψυχίατρος Πάβελ Γιόσεκ,πρόκειται να τιμηθεί με το μετάλλιο της μνήμης του
έθνους, τόσο για το επιστημονικό του έργο, όσο και για την αντιστασιακή του
δράση ενάντια στο απολυταρχικό καθεστώς της πρώην κομμουνιστικής Τσεχοσ-
λοβακίας. Ο πράος, σοφός και δίκαιος καθηγητής και η σύζυγός του θα έρθουν
ωστόσο αντιμέτωποι με το γεμάτο ερωτήματα παρελθόν τους, όταν ο γαμπρός
τους που συμμετέχει στο τηλεοπτικό συνεργείο που κινηματογραφεί τη ζωή του
Πάβελ ενόψει της βράβευσής του βρεθεί μπροστά σε αποκαλυπτικά στοιχεία για
την πραγματική δράση του καθηγητή. Εκκινώντας από την οικογενειακή ζωή
του ηλικιωμένου ζευγαριού και περνώντας από σαράντα κύματα, αρκετές πα-
ράλληλες ιστορίες και τις μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος που ακόμα και
σήμερα και για όσο ζουν θα κατατρέχει αρκετούς «συνεργάτες» του τότε καθεστώ-
τος, ο Τσέχος σκηνοθέτης επιχειρεί μια άλλη ανάγνωση όσων συμμετέχουν με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε ιστορικά γεγονότα ύψιστης σημασίας για τις ζωές
των ανθρώπων. Μακριά από διαχωρισμούς τύπου άσπρο-μαύρο και με ήπιο
τρόπο θα έλεγα ότι δίνει μια ευκαιρία σεόλους τους εμπλεκόμενους να σκεφτούν
την τότε στάση τους, να μετανοήσουν, να λυτρωθούν και να λυτρώσουν όσους αδί-
κησαν και τους ανθρώπους που είναι γύρω τους. Κι αν στην Ελλάδα μας ισχύει
μια ιδιότυπη… ομερτά για τα διάφορα εγκλήματα του πρόσφατου παρελθόντος,
σε χώρες του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ που προσχώρησαν στον φιλελεύ-
θερο καπιταλισμό, το συγκεκριμένο παρελθόν αποκαλύπτεται καθημερινά και
επηρεάζει τις ζωές πολλών ανθρώπων αν και μάλλον για άλλους λόγους από αυ-
τούς που θα επιθυμούσε ο σκηνοθέτης του "Κάθε Ψέμα Κρύβει μια Αλήθεια",
για το χρέος δηλαδή διατήρησης της μνήμης. Εκεί νομίζω ότι διαφοροποιείται
ουσιαστικά αυτή η ταινία από τις "Ζωές των Άλλων" με τις οποίες συνδέθηκε από
αρκετούς. Διότι εδώ δεν έχουμε γενικά μια «αποκάλυψη» των φρικτών μεθόδων
των μυστικών υπηρεσιών ενάντια σε αντιφρονούντες αλλά περισσότερο μια προ-
σπάθεια ανάδειξης της συμμετοχής ανθρώπων που δεν είναι τέρατα ή άγιοι
στα ιστορικά γεγονότα. Στην ανάγκη διατήρησης της ορθής μνήμης, στην κατα-
νόηση, τον καταλογισμό των όποιων ευθυνών σε όσους αναλογούν και τελικά
στη συγχώρεση και τη συμφιλίωση.
Γιάννης Δηράκης

4.11.12

Άμα δεν σε Θέλει

 Καρλόβασι  Παρασκευή 9/11/2012
 Σάμος  Σάββατο 10/11

 Είδος: Κωμωδία
Παραγωγής: 2009
Πρεμιέρα στην Ελλάδα:18-02-2010
Διάρκεια:90΄
Διανομή:Ε.Κ.Κ.
Χρώμα:Έγχρωμο
Χώρα προέλευσης:Ελλάδα
Γλώσσα:Ελληνικά
Σκηνοθεσία:Βασίλης Νεμέας
Σενάριο:Βασίλης Νεμέας
Πρωταγωνιστούν:Ρένος Χαραλαμπίδης
Κλέων Γρηγοριάδης Πηνελόπη Αναστασοπούλου
Δήμητρα Στογιάννη Αθανασία Καλογιάννη
Χρήστος Μάντακας Λορίνα Κατσιώτη
Αγγελική Πετροπετσιώτη Αναστάσιος Βασιλείου


 Περίληψη
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης, ξεκίνησε την ταινία ως ταξιτζής και αφού περιπλανήθηκε σε κάθε ερμηνευτική οπτική αποδείχτηκε εραστής-πρότυπο. Ο Κλέων Γρηγοριάδης, ο γεννημένος εραστής και επαγγελματίας μουσικός είδε έναν ταξιτζή να του αλλάζει τη ζωή και τη μοίρα. Η Πηνελόπη Αναστασοπούλου και η Δήμητρα Στογιάννη, δέσμιες της καριέρας και του έρωτα, αφέθηκαν στην πιο τρελή κούρσα της κινηματογραφικής τους ζωής. Ενώ ο Βασίλης Νεμέας μοιράζεται μαζί μας το κολοσσιαίο δόγμα της ταινίας ότι η τέχνη είναι ζωή και η ζωή τέχνη. Αρκεί να σε θέλει. Γιατί άμα δεν σε θέλει.


Κριτική
Η τρελή “κούρσα” ενός ευφάνταστου, πλην ιδιορρύθμου ταξιτζή (δια χειρός Βασίλη Νεμέα) δεν καταφέρνει να υπερπηδήσει την – επί σειρά ετών - γνωστή δυστοκία των εγχώριων παραγωγών και
συγκρούεται μετωπικά με την συμβατικότητα της σύγχρονης ελληνικής «κωμωδίας». Τα τελευταία χρόνια το ελληνικό
σινεμά αποπειράθηκε ανεπιτυχώς και ατέχνως να επηρεάσει την ερωτική μας χημεία μέσα από ένα καταιγισμό στερεοτυπικών σεξοκωμωδιών, ενώ τώρα προσπαθεί να παρεισφρήσει στα χωράφια του Φρόυντ συστήνοντάς μας τη χρηστικότητα ενός «πρόζακ». Καταξιωμένα κωμικά τηλεοπτικά σύνολα έχουν κατά
καιρούς αποπειραθεί να επαναλάβουν την ευτυχή συνύπαρξη τους στο γυαλί επί της κινηματογραφικής οθόνης, προσδοκώντας ανάλογη εμπορική επιτυχία και «ατόφια» λαϊκή διασκέδαση. Ο Βασίλης Νεμέας στοχεύει στη συμφιλίωση του αυθεντικού και - εν πολλοίς - παρεξηγημένου ελληνικού χιούμορ (που συχνά
συνδέεται με την έννοια της φάρσας) με έναν προβληματισμό αξιώσεων και υπαρξιακών προεκτάσεων προσκρούοντας δυστυχώς πάντα στο σκόπελο της εγχώριαςκατανάλωσης, της τηλεοπτικής αισθητικής και της εύπεπτης ψυχαγωγίας. Παρόλο που διαθέτει μια ευφάνταστη σεναριακή βάση, το ευρηματικό τέχνασμα δεν εξελίσσεται και η αυθεντική κωμική φόρμα αναλώνεται σε γκροτέσκο. Η μανιέρα του Ρένου Χαραλαμπίδη συνάδει με τους υποκριτικούς τρόπους του Κλέωνα Γρηγοριάδη και οι δυο ηθοποιοί καταφέρνουν να εκμαιεύσουν στιγμές
γνήσιας κινηματογραφικής τρέλας και σχιζοφρενικού χιούμορ, που χαρακτηρίζει τις δουλειές του Βασίλη Νεμέα. Αν και δεν σε προϊδεάζει για το μαύρο και πεσιμιστικό του φινάλε, η εύστοχα ειρωνική υπενθύμιση του σκηνοθέτη-σεναριογράφου στον επίλογο της ταινίας αποδεικνύει την τραγική ρευστότητα της
ανθρώπινης μοίρας με τον εκκεντρικό «φύλακα – άγγελο» να εκπίπτει από ευεργέτη σε θύμα.
Μαρίνα Θεοδωροπούλου


 Σημείωμα του Σκηνοθέτη
«Για μένα πάντα - από τους «Αυθαίρετους» και το «Εκμέκ Παγωτό» μέχρι το «Κάτι τρέχει με τους δίπλα» - κωμωδία
είναι όταν σοβαροί άνθρωποι παίζουν αστεία πράγματα με σοβαρό τρόπο. Όταν μια ιστορία μπορεί να αγγίξει την καρδιά
σου ταυτόχρονα με το γέλιο σου. Σε αυτή την ταινία, το «Άμα δεν σε θέλει», η ιστορία περιγράφει μια νύχτα ενός αποτυχημένου μουσικού και ενός χαμένου ανθρώπου στη θάλασσα των προβλη-
μάτων και των αναποδιών του. Ενός ανθρώπου που όπως όλοι μας, έχουν το φύλακα-άγγελό τους, που έρχεται από το πουθενά για να τους λύσει όλα τους τα προβλήματα.


 

30.10.12

Κάποτε στην Ανατολία

Bir zamanlar Anadolu'da/Once upon a time in Anatolia
Καρλόβασι Παρασκευή 2/11/2012
Σάμος  Σάββατο 3/11/2012

Είδος: Δράμα
Παραγωγής: 2011
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 27-10-2011
Διάρκεια: 150΄
Διανομή: Ama Films
Χρώμα: Έγχρωμο
Χώρα προέλευσης: Κεντρική Ανατολή,Τουρκία
Γλώσσα: Τούρκικα
Σκηνοθεσία: Nuri Bilge Ceylan
Σενάριο: Nuri Bilge Ceylan
Ebru Ceylan
Πρωταγωνιστούν:
Muhammet Uzuner
Yilmaz Erdogan
Taner Birsel
Διακρίσεις
Μέγα Βραβείο της κριτικής επιτροπής
στις Κάνες, 2011.

Περίληψη
Η ζωή σε μια μικρή πόλη στα βάθη της Ανατολίας, στην ενδοχώρα της Τουρκίας,
είναι σαν ένα αέναο ταξίδι στη μέση των στεπών: Η διαρκής αίσθηση ότι κάτι και-
νούριο και διαφορετικό θα συμβεί ξαφνικά, και θα εμφανιστεί "πίσω από τον
κάθε λόφο", στην οποιαδήποτε γωνιά της πόλης αυτής, και ταυτόχρονα αν και
τόσο εσωτερικό και ίδιο με τα υπόλοιπα, θα δώσει ζωντάνια, θα καθυστερήσει ή
και θα αλλάξει τους μονότονους ρυθμούς της καθημερινότητας των κατοίκων. Ένας
θάνατος, η αγωνία για την εξιχνίαση του εγκλήματος. Μια ομάδα ανδρών βρίσκε-
ται επί ποδός, ώστε να ανακαλύψει το συντομότερο, ένα νεκρό πτώμα στις αχα-
νείς στέπες της Ανατολής. Ο αστυνομικός, ο γιατρός, ο εισαγγελέας, ο
δήμαρχος, και ο ύποπτος για το περιστατικό που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση.


Κριτική
 
Από τη χρήση του φιλμικού χρόνου, τα αργόσυρτα μονοπλάνα, τα καδραρίσματα
που επιμένουν στο γενικό και μονάχα σποραδικά διακόπτονται από το μεσαίο
και (σπανιότερα) το κοντινό, γίνεται φανερό πως ο Τούρκος σκηνοθέτης Νουρί
Μπιλγκέ Τζεϊλάν έχει παρακολουθήσει πολύ Αντονιόνι, Ταρκόφσκι, Αγγελόπουλο.
Κι όμως, τούτος ο φοβερός auteur έχει με τον καιρό εξελίξει ένα εντελώς δικό του
κινηματογραφικό ύφος.Η ειδοποιός διαφορά του μαθητή απότους δασκάλους του:
η όλο και εντονότερη, τελειότερη αντίστιξη που επιτυγχάνει ανάμεσα στο στυλ και
στο περιεχόμενο. Στον Τζεϊλάν, όσο πιο εκφραστική και  εξεζητημένη είναι η εικόνα
μέσα στην οποία κινούνται τα πρόσωπα, τόσο πιο απλά και αναγνωρίσιμα γίνονται
τα πρόσωπα αυτά, τόσο πιο συνηθισμένη και λαϊκή η γλώσσα και η εκφορά τους,
τόσο περισσότερο απομακρύνονται οι χαακτήρες από τον όποιο στόμφο.
Το ίδιο κι εδώ, στο "Κάποτε στην Ανατολία", τη νέα του ταινία και κατά τη γνώμη μας,
το αριστούργημά του. Οπου φεύγει από την Κωνσταντινούπολη του "Μακριά",
των "Κλιμάτων αγάπης" και των "Τριών πιθήκων", για να ενορχηστρώσει το δικό του
"σπαγγέτι γουέστερν" σε κάποιο σκονισμένο χωριό της Κεντρικής Τουρκίας. Το υπό αναζήτηση χρυσάφι των ταινιών του Λεόνε αντικαθιστά εδώ ένα θαμμένο πτώμα, τα άλογα
ένα αστυνομικό όχημα που περιφέρεται νύχτα στις στέπες με μπαγλαρωμένο τον δράστη
που δεν θυμάται πού ακριβώς το έθαψε, τους καουμπόηδες ένας αστυνόμος, ένας
εισαγγελέας κι ένας γιατρός, και τις μεταξύ τους μονομαχίες οι λεκτικές ανταλλαγές και
κυρίως, οι αναμετρήσεις που συντελούνται στα εσώψυχα του καθένα με το παρελθόν,
τα λάθη, τα βαριά μυστικά του. Τούτα τα τελευταία συναρμολογούνται μονάχα στο
τελευταίο 60λεπτο, στο πλαίσιο μιας δομής ιδιοφυούς, που ξεκινάει από το
γενικό για να"μαζευτεί" στο ειδικό. Το πρώτο μέρος,της αστυνομικής έρευνας, κυλάει
σιγανά, ατάραχα, με μεγάλες σιωπές αλλά και ασήμαντες κουβέντες που συχνά βγάζουν
και χιούμορ, πάντως με δεκάδες λεπτοέρειες που από κάτω δονούνται με αναφορές
-μέσα από τους τρεις εκπροσώπους της εξουσίας, συν τον δήμαρχο, στο σπίτι του οποίου
τελικά θα διανυκτερεύσουν- στον κοινωνικό ιστό της παλλόμενης ανάμεσα στο χθες
και στο σήμερα πολυεπίπεδης και συγκεχυμένης πολιτικο-οικονομικά Τουρκίας.
Στο δε δεύτερο μέρος το δράμα πυκνώνει, τα κίνητρα αποκαλύπτονται, η βυθομέτρηση
στα πρόσωπα εντείνεται.

Ρόμπυ Εκσιέλ, e-go.gr



25.10.12

Ο Κόσμος Είναι Μεγάλος και η Σωτηρία της Ψυχής Βρίσκεται στη Γωνία

Svetat e golyam i spasenie debne otvsyakade/
The world is big and salvation lurks around the corner


Καρλόβασι Παρασκευή 26/10/2012
Σάμος Σάββατο 27/10/2012

Είδος:Δράμα
 Παραγωγής: 2008
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 23-12-2010
Διάρκεια: 105΄
Διανομή: Ama Films
Χρώμα:Έγχρωμο
Χώρα προέλευσης: Βουλγαρία, Γερμανία,Σλοβενία, Ουγγαρία
Γλώσσα: Βουλγαρικά, Γερμαικά, Ιταλικά, Σλοβέικα, Αγγλικά
Σκηνοθεσία: Stephan Komandarev
Σενάριο: Yurii Dachev Stephan Komandarev Dusan Milic, Ilija Trojanow (μυθιστόρημα)

Πρωταγωνιστούν:
Miki Manojlovic
Carlo Ljubek
Hristo Mutafchiev
Ana Papadopulu
Lyudmila
Cheshmedzhieva

 Διακρίσεις
Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, Βραβείο Κοινού
 στο Διεθνές Φεστιβάλ της Σόφιας,
Βραβείο Κριτικής Επιτροπής στο Διεθνές
Φεστιβάλ του Bergen (Νορβηγία), Βρα-
βείο Καλύτερου Σεναρίου, Βραβείο Κα-
λύτερης Φωτογραφίας στο Εθνικό
Φεστιβάλ Golden Rose της Βάρνα (Βουλ-
γαρία), Βραβείο Κοινού στο Διεθνές Φε-
στιβάλ της Ζυρίχης, Βραβείο Καλύτερης
Ταινίας στο Εθνικό Φεστιβάλ Film and
the City της Nova Zagora (Βουλγαρία),
Ειδικό Βραβείο Κριτικής Επιτροπής,
Βραβείο Don Quijote στο Διεθνές Φεστι-
βάλ Black Nights του Ταλίν (Εσθονία),
2008.


Περίληψη
Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημαο Άλεξ δεν μπορεί πλέον να θυμηθεί
ποιο είναι το όνομά του. Για να του θερα-
πεύσει τη μνήμη, ο παππούς του ο Μπάι
Νταν ταξιδεύει στη Γερμανία προκειμέ-
νου να οργανώσει ένα ταξίδι στο παρελ-
θόν για τον εγγονό του, ένα ταξίδι
μνημών πίσω στη χώρα που γεννήθηκε
και μεγάλωσε (Βουλγαρία). Ενώ ταξι-
δεύουν διαμέσου του χρόνου και του
τόπου, διασχίζουν τη μισή Ευρώπη παί-
ζοντας τάβλι, το πιο απλό και συνάμα το
πλέον περίπλοκο από όλα τα παιχνίδια.
Αυτή η καθημερινότητα βοηθά τον Άλεξ
να συνειδητοποιήσει ποιος είναι, καθώς
το τάβλι είναι το κλειδί της δικής του
ιστορίας.
Κριτική

14.10.12

Without a Clue

Επιτέλους, λίγη σοβαρότητα κύριε Χολμς! 

Είδος: Κωμωδία, μυστήριο
Παραγωγής: 1988
Πρεμιέρα: 21-10-1988 (USA)
Διάρκεια: 107΄
Διανομή: Studio
Χρώμα: Έγχρωμο
Χώρα προέλευσης: Αγγλία
Γλώσσα: Αγγλικά
Σκηνοθεσία: Thom E. Eberhardt
Σενάριο: Gary Murphy  Larry Strawther
Πρωταγωνιστούν:Michael Caine-Ben Kingsley- Jeffrey Jones



Ανατρέποντας το μύθο του Σέρλοκ Χολμς, η ταινία μας παρουσιάζει το Δρ.Ουάτσον σαν την αστυνομική αυθεντία του ντουέτου, ενώ ο περιβόητος ντετέκτιβ δεν είναι παρά ένας άθλιος ηθοποιός που μέσω του Δρ. Ουάτσον λύνει όλα τ' αστυνομικά αινίγματα. Σ’ αυτή την πολύ καλή κωμωδία, πρωταΓωνιστής δεν είναι, ως συνήθως, ο «πραγματικός» Σέρλοκ Χολμς. Αντ’ αυτού, ο ντετέκτιβ Γουότσον προσλαμβάνει έναν ηθοποιό, ο οποίος υποδύεται τον γνωστό επιθεωρητή και υποτίθεται ότι είναι συΝεργάτης του. Αρχικά, κανείς δεν αμφιβητεί την εγκυρότητα του Γουότσον όσο αυτός έχει τον «Σέρλοκ Χολμς» στο πλάι του. Απ’ τη στιγμή, όμως, που πρόκειται για έναν ηθοποιό, και μάλιστα αλκοολικό, ο οποίος δεν μπορεί να του δώσει χρήσιμες λύσεις, τα πράγματα περιπλέκονται.

Η ταινία
Μια ευχάριστη αστυνομική κωμωδία που αφηγείται την εξής ιστορία: Ο γιατρός Γουάτσον κρύβει την εκπληκτική του ικανότητα να λύνει τα αστυνομικά αινίγματα, αποδίδοντάς τα σε ένα φανταστικό
ντετέκτιβ, τον Σέρλοκ Χολμς. Ομως, με το να κάνει συνεχώς διαφήμιση σε ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, έχει σαν αποτέλεμα να τον αποζητά ο κόσμος. Γι' αυτό, ο γιατρός αναγκάζεται να προσλάβει έναν
ηθοποιό για να τον υποδυθεί, εξηγώντας του πώς θα πρέπει να είναι ο διάσημος ντετέκτιβ, ο Σέρλοκ Χολμς. Δυστυχώς όμως, ο ηθοποιός μπορεί να είναι καλός στη δουλειά του, αλλά στην ιδιωτική του
ζωή είναι ένας μέθυσος, ένας τρομερός γυναικάς και μανιώδης χαρτοπαίκτης, ελαττώματα που δεν τα έχει ο «πραγματικός» Χολμς, ελαττώματα που κάνουν δύσκολη τη ζωή του γιατρού.

 

11.10.12

Αυγό



Yumurta

Καρλόβασι  Παρασκευή 12/10 –Σάμος Σάββατο 13/10/2012
Είδος: Δράμα
Παραγωγής: 2011
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 27-01-2011
Διάρκεια: 97΄
Διανομή:New Star
Χρώμα:Έγχρωμο
Χώρα προέλευσης:Τουρκία
Γλώσσα:Τούρκικα
Σκηνοθεσία:Semih Kaplanoglu
Σενάριο:Semih Kaplanoglu  Orçun Köksal
Πρωταγωνιστούν: Nejat Isler, Saadet Aksoy, Ufuk Bayraktar,Tülin Öze, Gülçin Santircioglu, Kaan Karabacak, Semra Kaplanoglu

Περίληψη
 Μετά το θάνατο της μητέρας του Ζεχρά,
ο ποιητής Γιουσούφ επιστρέφει μετά από
χρόνια στην πόλη όπου μεγάλωσε. Ένα
νεαρό κορίτσι, η Αϊλά, τον περιμένει στο
ερειπωμένο πατρικό σπίτι. Ο Γιουσούφ
αγνοεί την ύπαρξη αυτής της μακρινής
συγγενούς που ζούσε με τη μητέρα του
τα τελευταία πέντε χρόνια… Η Αϊλά έχει
κάτι να ζητήσει απ’ τον Γιουσούφ. Ο Γι-
ουσούφ πρέπει να κάνει το τελετουργικό
θυσίας που η μητέρα του δεν πρόλαβε.
Μαζί με την Αϊλά ξεκινούν για τον τάφο
του Αγίου, τρεις-τέσσερις ώρες δρόμο μα-
κριά, για να κάνουν την παραδοσιακή τε-
λετή. Αδυνατώντας να βρουν το κοπάδι
απ’ το οποίο θα γινόταν η επιλογή του
ζώου για τη θυσία, καταφεύγουν σ’ ένα
ξενοδοχείο δίπλα σε μια ηφαιστειογενή
λίμνη για να περάσουν τη νύχτα. Η
ατμόσφαιρα του γαμήλιου γλεντιού που
επικρατεί στο ξενοδοχείο φέρνει τον Γι-
ουσούφ και την Αϊλά πιο κοντά. Η επι-
στροφή στην γενέθλια πόλη θα τους βρει
και τους δύο αλλαγμένους.

Σημείωμα του σκηνοθέτη για το
ελληνικό κοινό

Το “Αυγό” είναι η πρώτη μου ταινία από
την Τριλογία του Γιουσούφ. Έκανε πρε-
μιέρα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών
του Φεστιβάλ των Καννών και έκτοτε έχει
κερδίσει πολλά βραβεία σε φεστιβάλ
παγκοσμίως. Πλέον, η ταινία έχει πουλη-
θεί σε αρκετές χώρες μεταξύ των οποίων
οι Η.Π.Α., ο Καναδάς, η Γαλλία, η Ισπα-
νία, το Ιράν, η Ιαπωνία, η Ρουμανία, η
Ταϊβάν, οι χώρες της Βαλτικής, το Βέλ-
γιο, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, και
λίαν προσφάτως η Ελλάδα. Όλα αυτά
έγιναν πραγματικότητα χάρη στην ελλη-
νοτουρκική συνεργασία. Ήταν μια καλή
αρχή, που έδωσε την ώθηση τόσο για την
επιτυχία της ταινίας «Γάλα» όσο και για
τη Χρυσή Αρκούδα της ταινίας «Μέλι».
Χρησιμοποίησα ένα εκτεταμένο κινημα-
τογραφικό φλας μπακ, προκειμένου να
γυρίσω τις ταινίες αυτές με την αντί-
στροφη χρονική τους πορεία. Πάντως,
και οι τρεις ταινίες πραγματοποιήθηκαν
στο παρόν, που περιγράφουν.
Ευελπιστώ ότι κατάφερα να διηγηθώ με
αυτό τον τρόπο το φορτίο και τον πόνο
που προκαλεί το πέρασμα του χρόνου,
στο βαθμό που μπορεί να προσκαλέσει
τον κάθε θεατή να θυμηθεί και να σκε-
φτεί ενδελεχώς τον δικό του, προσωπικό
χρόνο. Όλοι μας έχουμε μητέρες και
είναι εξαιρετικά πιθανό να μην ξοδέψαμε
το χρόνο που θα θέλαμε με αυτές, κάτι
που πλέον δεν είμαστε και τόσο ικανοί
να κάνουμε. Είμαι της άποψης ότι ο
χρόνος είναι η πρώτη ύλη του κινηματο-
γράφου. Ο χρόνος, το διάστημα και -
επομένως- η προσωπικότητα του
Γιουσούφ, του πρωταγωνιστή του
«Αυγού», είναι διαμορφωμένα και σχημα-
τισμένα μέσα στα κινηματογραφικά όρια
όπως ακριβώς έκαναν δημιουργοί όπως ο
Μπρεσόν, ο Ταρκόφσκι, ο Σατγιαζίτ Ρέι
και ο Όζου. Για μένα, η κινηματογρά-
φηση είναι μια εξ ολοκλήρου μεταφυ-
σική και φιλοσοφική ενασχόληση.
Όταν δούλευα το σχέδιο του «Αυγού»,
πρωτίστως με ενδιέφερε η σχέση μητέ-
ρας-γιου. Στην Τουρκία, στην κουλτούρα
μας, η σχέση μητέρας-γιου είναι ένας
σημαντικός παράγοντας που καθορίζει τη
ζωή και τις επιλογές μας. Εξετάζω τη
σχέση μητέρας-γιου βάσει του τόπου
προέλευσής τους. Θέλησα η αλλαγή στη
σχέση αυτή να έχει ως φόντο την επαρ-
χιακή Τουρκία. Στην πραγματικότητα,
αυτό που θα απομείνει είναι η ίδια η
σχέση και οι αλλαγές που έχει υποστεί.
Semih Kaplanoglou
Κωνσταντινούπολη, Ιανουάριος 2011








28.3.12

ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟΥΣ ΓΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ

Παρασκευή 30/3/12 Καρλόβασι
Σαββατοκύριακο 31/3 και 1/4/12 Σάμος


ΕΙΔΟΣ:
 Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
 Bahman Ghobadi
 ΓΛΩΣΣΑ:
Πέρσικα
ΧΩΡΑ:
 Ιράν
ΔΙΑΡΚΕΙΑ
 106 λεπτά
ΠΡΕΜΙΕΡΑ
 11-11-10
ΔΙΑΝΟΜΗ
 Nutopia

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ
 Negar Shaghaghi
 Ashkan Koshanejad
 Hamed Behdad
Διακρίσεις
Ειδικό Βραβείο στις Κάννες, 2009.
Κριτικές ταινίας
Μια ταινία για τη μουσική που δε γνωρίζει σύνορα
1.  Το πιο συναρπαστικό σάουντρακ που έφτασε στα αυτιά μας, εδώ και πολύ καιρό, καλύτερο και από το groovy «Soul Kitchen» του Φατίχ Ακίν, έρχεται από την Τεχεράνη του Αχμεντινετζάντ φουσκώνοντας τα πανιά της πρώτης (;) ροκ ιρανικής ταινίας, «No One Knows About Persian Cats». Κανείς δεν ξέρει για τις γάτες της Περσίας, και όχι ποιος τις φοβάται, όπως δηλώνει ο ελληνικός τίτλος της.
Κανείς δεν ξέρει κάτι για τα υπόγεια μουσικά ρεύματα της σύγχρονης Τεχεράνης, γιατί απλούστατα οι νεαροί μουσικοί της στήνουν τα όργανά τους σε σκοτεινά υπόγεια με κουρελούδες στα ταβάνια και αυγοθήκες στους τοίχους για έξτρα ηχομόνωση. Οι νεαροί, ενίοτε περνούν και απ' τα μπουντρούμια των αρχών ασφαλείας προς «αναμόρφωσή» τους.
Η ταινία του Μπαχμάν Γκομπαντί κάνει πρεμιέρα στην Αθήνα μια εβδομάδα μετά το ιταλικό «Γνήσιο αντίγραφο» του Αμπάς Κιαροστάμι, δίνοντας ένα στίγμα για το ιρανικό σινεμά πολύ διαφορετικό απ' αυτό που γνωρίζουμε. Ο Γκομπαντί άφησε τα βουνά του ιρανικού Κουρδιστάν (εκεί εκτυλίσσεται η πιο γνωστή ταινία του στη Δύση, τα «Μεθυσμένα άλογα») και κατέβηκε στην πόλη για να γίνει η σκιά δύο νεαρών μουσικών.
Ο Νεγκάρ και η Ασκάν, που μόλις τέλειωσαν την «αναμόρφωσή» τους, τριγυρίζουν στην Τεχεράνη, αναζητώντας μουσικούς για να ξαναφτιάξουν ένα ροκ συγκρότημα. Παράλληλα, προσπαθούν να εξασφαλίσουν πλαστά διαβατήρια και βίζες για να φτάσουν στην Ευρώπη και να παίξουν σε ένα φεστιβάλ.
Ο Γκομπαντί τούς ακολουθεί κατά πόδας σε αυτό το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ για τις απαγορευμένες μουσικές στο Ιράν και για τους καλλιτέχνες που ζουν στην παρανομία. Ανεβοκατεβαίνει σε σοφίτες και σε υπόγεια που έχουν μετατραπεί σε αυτοσχέδια στούντιο, επισκέπτεται απίθανους χώρους όπου συναντιούνται δημιουργικά οι μουσικοί. Κάπου μας θυμίζει και τον Φατίχ Ακίν στον «Ηχο της Πόλης» για την αντεργκράουντ μουσική σκηνή της Κωνσταντινούπολης. Ο ρυθμός του είναι ασθμαίνων και η έλλειψη οξυγόνου γύρω του αντιληπτή. Η λογοκρισία απαγορεύει τους ρυθμούς και τους ήχους της Δύσης, γιατί «διαφθείρουν» τους νέους και «καταστρέφουν» τα ισλαμικά ήθη.
Ο παλιός συνεργάτης του Κιαροστάμι άλλοτε καταγράφει στιγμές αυθεντικές (ένα μικρό πλήθος μουσικών παρελαύνουν μπροστά από τον κινηματογραφικό φακό) κι άλλοτε δίνει την εντύπωση ότι σχηματοποιεί την πραγματικότητα προσδοκώντας μια ταινία με εμπορεύσιμη αξία στη Δύση. ΄Οχι πως ψεύδεται, είναι και ο ίδιος θύμα της λογοκρισίας, αλλά το ψευδοντοκιμαντέρ του στην αντεργκράουντ περιοχή της σύγχρονης Τεχεράνης είναι επιτηδευμένα μελοδραματικό και στρογγυλεμένο στις γωνιές.
Δημήτρης Mπούρας / dbouras@kathimerini.gr

2. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που αποφυλακίστηκαν πρόσφατα, αποφασίζουν να φτιάξουν μια μπάντα. Μαζί, περιπλανώνται στη σκοτεινή πλευρά της Τεχεράνης, ψάχνοντας για μουσικούς. Καθώς η ροκ μουσική απαγορεύεται στο Ιράν, σχεδιάζουν να δραπετεύσουν από την αναγκαστική παρανομία κι ονειρεύονται να παίξουν στην Ευρώπη. Όμως, χωρίς χρήματα και διαβατήρια, τίποτε δεν είναι εύκολο. Ένας αθέατος κόσμος από επαναστατημένους μουσικούς, που κανείς δεν έχει δει και ελάχιστοι έχουν ακούσει. Κυνηγημένοι απ' τις Αρχές, οι πρωταγωνιστές ζουν σ' ένα διαρκή κίνδυνο, μόνο και μόνο επειδή... τραγουδούν και αγαπούν τη μουσική...
Βραβευμένος με τη Χρυσή Κάμερα για τα «A Time For Drunken Horses» ο Bahman Ghobadi επέστρεψε στις Κάννες με μια ταινία για ένα Ιράν, που υπάρχει, αλλά δεν το ξέρουμε και δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ.
 Θανάσης Γεντίμης [cinemanews.gr]

3. Πολύ ιδιαίτερη ταινία και αξιολογότατη, τη χαρακτηρίζω. Ανήκει σε ένα σινεμά σινεφίλ, art house όπως το λένε, και πραγματεύεται ένα θέμα που μπορεί σε εμάς τους δυτικούς να μη λέει και τίποτα αλλά έχει ενδιαφέρον να βλέπεις το τρίγωνο νέοι-μουσική-Ισλάμ και το πώς αυτό περιπλέκεται.
 Καταρχάς να πω ότι το σινεμά του Γκομπαντί μου αρέσει πολύ. Και τα "Μεθυσμένα άλογα" και -κυρίως- το "Μισοφέγγαρο", τις θεωρώ ταινίες υψηλού επιπέδου και ατόφιας αισθητικής.
Σε συνέχεια του "Μισοφέγγαρου", ο Γκομπαντί καταπιάνεται ξανά με τη μουσική, αυτή τη φορά με μια ταινία νεανική. Οι ανησυχίες των νέων στο σύγχρονο Ιράν αναφορικά με τη μουσική τους και τις δυτικές επιρροές που έχουν. Το κράτος όμως και η θρησκεία τους κρατά φυλακισμένους.
Νέστορας Πουλάκος [sevenart.gr]
 

15.3.12

Kabei: η μητέρα μας

Παρασκευή 16/3/2012 Καρλόβασι
Σάββατο 17 και Κυριακή 18/3/2012 Σάμος

Κατηγορία: ΔΡΑΜΑ

 Σκηνοθεσία: Yoji Yamada

 Σεναριο: Teruyo Nogami (βιογραφία),Emiko Hiramatsu (διασκευή),Yoji Yamada

Παίζουν: Sayuri Yoshinaga ... Kayo Nogami Tadanobu Asano ... Yamazaki Toru Mitsugoro Bando Rei Dan Denden Mitsuru Fukikoshi Tokie Hidari Koen Kondo Umenosuke Nakamura

Χώρα προέλευσης:  ΙΑΠΩΝΙΑ

Έτος 2008

Διάρκεια 133΄

Πρεμιέρα στην Ελλάδα:  24 -9- 2009
Διανομή: Nutopia Entertainment
Γλώσσα: Ιαπωνικά

Κριτικές της ταινίας

1. Στην Ιαπωνία του 1940, μια μοναχική μητέρα προσπαθεί να μεγαλώσει τα δύο μικρά παιδιά της ενώ ο προοδευτικός σύζυγος βρίσκεται στη φυλακή, σε μια ταινία δοσμένη με τρυφερότητα και συγκίνηση.
Οικογενειακό δράμα είναι και η 80ή αυτή ταινία του 77χρονου Γιότζι Γιαμάντα (Το κρυφό σπαθί του σαμουράι, Ο σαμουράι του λυκόφωτος). Βασισμένη σε μια αυτοβιογραφική νουβέλα του Τερούγιο Νογκάμι, παλιού συνεργάτη του Κουροσάβα, η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας (τη φορά αυτή αγαπημένης) πριν και στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο προοδευτικός καθηγητής, και πατέρας της οικογένειας, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για «αντικαθεστωτικό» κείμενο (σχετικά με την εισβολή της Ιαπωνίας στην Κίνα) και η γυναίκα του αναγκάζεται να μεγαλώσει μόνη της τις δύο μικρές κόρες της. Την οικογένεια, εκτός από δύο συγγενείς -μια συμπαθητική θεία κι ένας κακότροπος θείος- θα βοηθήσει κι ένας ντροπαλός, πρώην φοιτητής του καθηγητή, που, στη συνέχεια ερωτεύεται σιωπηλά τη σύζυγο.
Ο Γιαμάντα επικεντρώνεται στον αγώνα της μητέρας για να κρατήσει δεμένη την οικογένεια, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα την ξεχωριστή σχέση ανάμεσα στα παιδιά και τον φυλακισμένο πατέρα. Πρόκειται για μια ταινία δοσμένη με τρυφερότητα, άνεση και συγκίνηση, με τον σκηνοθέτη να επιμένει στις λεπτομέρειες για να αφηγηθεί το δράμα της μοναχικής μάνας (με τη Σαγιούρι Γιοσινάγκα να δίνει μια γεμάτη ευαισθησία και δύναμη ερμηνεία) και να υποδηλώνει παρά να τονίζει τα αισθήματα, ταυτόχρονα αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς και τις λύσεις σαπουνόπερας.

 

1. Το «Καμπέι, η μητέρα μας» («Κabe», 2009) του βετεράνου Γιόζι Γιαμάντα (ανάμεσα στις άνω των 70 ταινίες του και ο υποψήφιος για ξενόγλωσσο ΄Οσκαρ Σαμουράι του λυκόφωτος) μας μεταφέρει στην αυτοκρατορική Ιαπωνία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εστιάζοντας στο πρόσωπο μιας μητέρας ( Σαγιούρι Γιοσινάγκα ) που θα δει την οικογένειά της να αποσυντίθεται στη δίνη της εθνικής παράνοιας (ο σύζυγός της συλλαμβάνεται από τις αρχές για την αντικαθεστωτική ιδεολογία του). Η χρόνια μάχη χωρίς ουσιαστικό στήριγμα που θα δώσει για να μεγαλώσει σωστά τις δύο κόρες της αναπτύσσεται σαν κέντημα, φτιάχνοντας το ολοκληρωμένο πορτρέτο μιας αφανούς ηρωίδας που μας παραδίδει δωρεάν μαθήματα δυναμισμού και αξιοπρέπειας. Παρά τα 133 λεπτά της η ταινία, που βασίζεται στις πραγματικές εμπειρίες της ηθοποιού Τερούγιο Νογκάμι (υποδύεται τη μία κόρη), δεν χάνει ποτέ το ενδιαφέρον της ενώ όση προσπάθεια και αν κάνεις για να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου εντέλει δεν τα καταφέρνεις.
Γιάννης Ζουμπουλάκης, εφημερίδα το Βήμα 24/9/2011

3. Θεωρώ πολύ τυχερούς όσους επιλέξουν να δουν το Καμπέι. Είναι ένα έργο που θα το αγαπήσουν τόσο οι λάτρεις του ειδικού κινηματογράφου, όσο κι αυτοί που προτιμούν τις «ασφαλείς» γλώσσες, την εξής μία: τα αγγλικά! Πρόκειται για ένα οικογενειακό έπος ποτισμένο με αγνότητα, με ψυχική διαύγεια, με πολύ, πολύ καλοσύνη. Είναι ένα ξαναδιάβασμα του αμερικανικού κινηματογράφου της χρυσής εποχής των 1940-50, που ποτέ δεν χάνει την ιαπωνική του λεπτότητα. Αυτό το πάντρεμα σε κάνει να προσπερνάς με άνεση την μεγάλη διάρκεια, κυρίως επειδή δεν θα νιώσετε την ανάγκη να κοιτάξετε ποτέ το ρολόι σας...

Ελαφριά πολιτικά μηνύματα (σήμερα ελαφριά, κάποτε κοσμογονικά), ελαφρύ χιούμορ, πολύ τρυφερότητα και όλα τα συναισθήματα μιας ζωής που θα ήθελε αλλά δεν είναι καθόλου μονότονη. Ο Yoji Yamada ζωγραφίζει την εικόνα του με το χρώμα των πρώτων technicolor ιαπωνικών ταινιών (ανεπαίσθητο πράσινο), επιμένει στη λιτότητα κι όχι στην βαρύτητα των ερμηνειών, αλλάζει σκηνές και χρόνους με μαεστρία χωρίς να αφήνει ποτέ κενά και δεν πελαγοδρομεί ποτέ σε γεγονότα και πρόσωπα που απλά θα του χάριζαν περισσότερη διάρκεια στο μίνι-έπος του. Όσο ευαίσθητος είναι συναισθηματικά, δανειζόμενος την ψυχολογία της κεντρικής του ηρωίδας, τόσο ευαίσθητος είναι και πολιτικά. Νομίζεις ότι η ταινία είναι πολύ απλοϊκή για σήμερα κι όμως ο δημιουργός γνωρίζει ότι ένα μάθημα απλής μνήμης είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να δώσει σε ένα ευρύ κοινό κι όχι μονάχα σε ένα ειδικό.

Είναι από τις φορές που νιώθεις τόσο οικείο έναν τόσο μακρινό πολιτισμό. Όπως και στις πρώτες ταινίες τού Zhang Yimou, ο Yamada προσέχει να παρέχει οικουμενικότητα στη δομή, στη νοηματική και στην θεματολογία του. Ποτέ δεν είναι επιτηδευμένος ή φορτικός παρά του ότι το δράμα του προσφέρονταν για αυτό. Μονάχα στις τελικές σκηνές υποπίπτει σε αυτό το «παράπτωμα», αλλά είναι λογικό πως αναζητούσε έναν δυνατό τρόπο να κλείσει το πολύωρο στόρι του. Η ταινία κουβαλάει χρόνια εμπειρίας μέσα της κι ο Yamada δεν είναι χθεσινός. Δείτε την καλύτερη ταινία του, μια πρώτης τάξης ευκαιρία να έρθετε κοντά με την καλή πλευρά της παγκοσμιοποίησης. Γιατί ο δημιουργός μάς θυμίζει πως δεν υπερτερεί η ιαπωνική ταινία, αλλά ο παγκόσμιος κινηματογράφος.

Σταύρος Γανωτής  [
cine.gr]


4.3.12

Υπογραφή


Ο αργός θάνατος ενός αληθινού καλλιτέχνη 

Παρασκευή 9/3 Καρλόβασι
Σαββατοκύριακο 10,11/3/12 Σάμος

Είδος: ΔΡΑΜΑ
Σενάριο - σκηνοθεσία:
 ΣΤΕΛΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ
Μουσική:  ΝΙΚΟΣ ΚΥΠΟΥΡΓΟΣ (ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΜΕΡΑΤΑΣ – ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ)
Διανομή: Feelgood Entertainment
Χώρα Παραγωγής: ΕΛΛΑΔΑ
Γλώσσα: ΕΛΛΗΝΙΚΑ,ΓΑΛΛΙΚΑ, ΑΓΓΛΙΚΑ
Έτος Παραγωγής:  2010
Διάρκεια: 130'

Παίζουν

Γ ιώργος Χωραφάς, Μαρία  Πρωτοπαππά, Αλεξία Καλτσίκη , Νίκος Κουρής, Δημήτρης Λιγνάδης, Μarco Gastine,  Jerome Keen, Εύρη Σωφρονιάδου,  Νίκος Δούκας, Θοδωρής Γκόνης,  Βάσω Καβαλιεράτου, Στάθης Κοκκορης, Χρήστος Σουγγαρης
έκτακτη  συμμετοχή: Μιχαλης Μητρούσης
Κριτική της ταινίας
 Η Υπογραφή του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου είναι ένα ερωτικό δράμα μοιρασμένο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Αξιοθαύμαστα ομοιογενές ως προς το ύφος (η φωτογραφία του Ηλία Κωνσταντακόπουλου συμβάλλει τα μάλα), απογοητευτικά ασταθές ως προς τη δραματουργία. Η μυθοπλασία του οργανώνεται γύρω από ένα μυστικό σχετικά την πατρότητα ενός έργου τέχνης, χωρίς όμως το απαραίτητο σασπένς που θα ενέπλεκε τον θεατή σε μια συναρπαστική περιπέτεια.
Μια ιστορικός τέχνης, η ΄Αννα, ετοιμάζει ένα αφιέρωμα στη ζωγράφο Μαρία Δήμου, που ο θάνατός της παραμένει μυστήριο. Η ΄Αννα πλησιάζει τον 60χρονο ΄Αγγελο, που υπήρξε σύντροφος της Δήμου, για να μάθει λεπτομέρειες για τη σχέση τους.
Ο ΄Αγγελος και η Μαρία γνωρίστηκαν στο Παρίσι και ερωτεύτηκαν παθιασμένα. Αυτός ζούσε σε μια γειτονιά καλλιτεχνών, σε ένα μικρό διαμέρισμα - ατελιέ. Αυτή ασχολιόταν με το θέατρο, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να κάνει καριέρα ως ζωγράφος. Ο ΄Αγγελος, που ένιωσε τον έρωτα σαν ένα διαρκές και απόλυτο δόσιμο στον άλλον, θυσίασε την καριέρα του για χάρη της Μαρίας, που δεν είχε ταλέντο σαν το δικό του. Η σχέση τους άρχισε να γίνεται προβληματική όταν εμφανίστηκε ανάμεσά τους ένας νεαρός αρχιτέκτονας... ΄Ολα αυτά στο παρελθόν. Στο παρόν, η ΄Αννα σκαλίζει επικίνδυνα τη βαθιά πληγή του ΄Αγγελου, όταν ανακαλύπτει ότι η υπογραφή πάνω σε έναν πίνακα της Δήμου είναι μεταγενέστερη.
Στην Υπογραφή οι ηθοποιοί είναι ανυπεράσπιστοι, γιατί οι χαρακτήρες δεν εξελίσσονται. Οι διάλογοι εξηγούν στον θεατή τι έχει συμβεί στη ζωή των ηρώων, γιατί έχουν αντικαταστήσει τη δράση, ενώ ο εσωτερικός ρυθμός είναι το ζητούμενο μέχρι την τελευταία, αληθινά ξεχωριστή, σκηνή της ταινίας.
Δημήτρης Mπούρας

Σημείωμα του σκηνοθέτη
Η ταινία η Υπογραφή καταγράφει την πορεία δύο ανθρώπων στην προσπάθειά τους να αλλάξουν τη ζωή τους, να υπερβούν επιλογές που φάνταζαν οριστικές και δεσμευτικές, να αρνηθούν ρόλους και ταυτότητες, εγχείρημα που θα καταλήξει στη συντριβή τους. Ο Άγγελος και η Μαρία, πριν συναντηθούν ορίζουν δύο αντιθετικές περιπτώσεις του Είναι. Αυτός, ταλαντούχος χωρίς στήριξη και βοήθεια όμως, υποχρεωμένος να ζει στο σκοτάδι του καθημερινού βιοπορισμού. Εκείνη, με στήριξη και βοήθεια, που της προσφέρουν την επιθυμητή λάμψη του εφήμερου. Θα συναντηθούν και θα προσπαθήσουν να απελευθερωθούν από το βάρος των επιλογών τους. Η ανάγκη του Άγγελου, ως δημιουργού πλέον, να διεκδικήσει την ταυτότητά του και η ανάγκη της Μαρίας να σαρκώσει τη δική της ταυτότητα με πραγματική δημιουργία, ξαναβάζουν στη ζωή, με δραματικό τρόπο, αυτό που θέλησαν να αγνοήσουν, να υποβαθμίσουν: το ήθος σαν στάση ζωής. Αυτό που θα τους σώσει είναι ο έρωτας με το ούτως ή άλλως ενυπάρχον ήθος του. Ο περίγυρος όμως έχει κατανείμει ρόλους και ταυτότητες, θέλει να επιβεβαιώνεται η «εικόνα», αδιαφορεί για την ουσία της ύπαρξης. Ο Δημήτρης Ορφανός δεν κάνει τίποτα άλλο από το να απαιτεί να ανταποκριθούν σε αυτό που επιτάσσει το συλλογικό, έστω και ως λανθάνον,  απέναντι στο ατομικό:  να υποστασιοποιούν τον κοινωνικό τους ρόλο.
Με όχημα την αφήγηση του Άγγελου, μορφικά, η ταινία εκτυλίσσεται μέσα από τη σύμπλευση παρόντος-παρελθόντος μέσα από επιλεκτικές καταδύσεις της μνήμης στον πάγο της ιστορίας για να ανασύρει και να επανασυναρμολογήσει στο παρόν το άλλο πρόσωπο της ίδιας ιστορίας.
Την πρόφαση για την αναθεώρηση των πραγμάτων παρέχει η αναδρομική έκθεση και το λεύκωμα-αφιέρωμα προς τιμήν της ζωγράφου. Και τα δύο, εξ’ ορισμού, επινοούν και τοποθετούν την «αλήθεια» τους στη θέση μιας πραγματικότητας που ο χρόνος ολοένα καθιστά πιο δυσπρόσιτη, ελάχιστα απτή και επικίνδυνα επαγωγική. Αναδρομή και αφιέρωμα, έννοιες καθ’ ολοκληρίαν διάτρητες, καταδικασμένες να αλιεύουν στερεότυπες εικόνες από ένα παρελθόν που ελάχιστα έχει να κάνει με το βιωμένο χώρο του ανθρώπου. To βιωμένο χώρο ως τόπο του πάθους και της ίδιας της περιπέτειας της ζωής και όχι της περιγραφής της. Αυτά τα στοιχεία-κάτω και από την πίεση της Άννας-θα φέρει στην επιφάνεια ο Άγγελος.
Ο Άγγελος παραμένει ξεχασμένος στο σκοτάδι του μέχρι που έρχεται η Μαρία να τον τραβήξει στο φως. Η επίδρασή της διττή και διχαστική. Μέσα από τον έρωτα αναζωπυρώνει τη φλόγα της δημιουργίας, πυροδοτεί τη ζωή. Από την άλλη όμως «δανείζει» στον εαυτό της και τον Άγγελο μια δημόσια εικόνα που συγχέει ταυτότητες και ρόλους, αναιρεί την ουσία του Είναι και τελικά κακοφορμίζει-μεσ’ την ενοχή- τον ίδιο τον έρωτα. Η Αρκαδία, ως κυριολεξία αλλά και ως ουτοπία, θα τους προσφέρει ένα προσωρινό καταφύγιο,  θα αποδειχθεί όμως για άλλη μια φορά πως παραμένει πάντα στο επίπεδο του φαντασιακού, ακριβώς όπως και στις ειδυλλιακές εικόνες του Πουσέν αλλά και στα όνειρα του Γκαίτε.
Η έξοδος στο φως για τον Άγγελο είναι ταυτόχρονα παράδεισος και κόλαση. Σαν τα “Σκισμένα Πρόσωπα” της έκθεσής του, σχοινοβατεί σ’ ένα εφιαλτικό μεταίχμιο αντιθέσεων. Στο τέλος ο Άγγελος –αν και του δίνεται η δυνατότητα-επιλέγει να μείνει στο σκοτάδι, αρνείται να ξαναγράψει την ιστορία, δεν αποκαθιστά την αλήθεια. Θυσιάζει τη δική του ταυτότητα προκειμένου να μείνει αλώβητη η δημόσια εικόνα της Μαρίας.
Έχει προηγηθεί βέβαια η θυσία της Μαρίας όταν επωμίζεται τη λύση του δράματος, όταν κατά κάποιο τρόπο προσφέρει τη λύτρωση στον Άγγελο. Αλλά και η πράξη του Άγγελου, έστω εκ των υστέρων, υιοθετεί μια δίσημη συνθήκη που αφ’ ενός οριοθετεί, εγκλωβίζει την αλήθεια στο χώρο του ιδιωτικού και αφ’ ετέρου, δημόσια, δεν κλονίζει στερεότυπα και πλάνες. Δεν λέει ψέματα, απλά επιβεβαιώνει πως το όμορφο δεν είναι κατ’ ανάγκην και αληθινό. Σε αντίθεση με την Άννα που πιστεύει πως το ήθος ορίζει, διέπει ως ενυπάρχον, οτιδήποτε το αισθητικό. Η σύγκρουση μεταξύ τους εκτείνεται ανάμεσα σε δύο ακραία αντιθετικούς πόλους. Η αναλυτική σκέψη της Άννας έχει σαν οδηγό τα Πλατωνικό «το όμορφο είναι το απαύγασμα του αληθινού» και η συνθετική πράξη του ζωγράφου Άγγελου ενστερνίζεται την άποψη του Σαρτρ ότι «η τέχνη όπως πάντα ψεύδεται για να είναι αληθινή».
Η στάση του Άγγελου έχει συνέπεια, δεν στερείται ήθους. Είναι ένας άνθρωπος που λούστηκε στην αγάπη, την ακολούθησε στις νομοτέλειές της και δεν φοβήθηκε να καεί στο φως της. Στην αγάπη λογοδοτεί και αυτήν υπερασπίζεται. Η Άννα αλλά και οι θεατές της ταινίας παρακολουθούν τη ζωή του Άγγελου και της Μαρίας από τη στιγμή που διασταυρώνονται οι δρόμοι τους. Ο Άγγελος παρουσιάζει την πορεία τους μέσα από τρεις τρόπους. Αφηγείται, σήμερα, κατευθείαν στην κάμερα την ιστορία. Σχολιάζει off κομμάτια της ιστορίας που επιλέγει η μνήμη του. Ανασυνθέτει, ασχολίαστα, μια γραμμική εκτύλιξη του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, στο παρόν χτίζεται σιγά-σιγά η προσωπικότητα του Άγγελου. Μέσα από τη γνώση της προσωπικότητάς του γίνεται δυνατή πλέον η ερμηνεία και διαλεύκανση στάσεων  και συμπεριφορών του παρελθόντος. Κλειδί για την κατανόηση ορισμένων πραγμάτων είναι το ζωγραφικό έργο του Άγγελου. Οι επιλεγμένοι πίνακες που αποκαλύπτονται στην κάμερα παρουσιάζουν την ιδιόμορφη και ενορατική σύνθεση μεταξύ της πραγματικότητας και της πρόσληψής της από τον Άγγελο. Σαν μέσα από κάτοπτρο ο Άγγελος κοιτά τη ζωή του, κοιτά  τη σχέση του με τη Μαρία.
Το βλέμμα του πρισματικό, προφητικό συλλαμβάνει το “εσωτερικό ταξίδι”, την αθέατη πλευρά της ιστορίας. Γίνεται έτσι η ζωγραφική ένα μετωνυμικό σχόλιο πάνω στην αφήγηση και η ίδια η ταινία μια μετωνυμία της εικαστικής αναπαράστασης της. Η ταινία εγκαθιστά το διφορούμενο στη σχέση παρόντος/παρελθόντος. Συνθέτει στο παρελθόν μια νέα πραγματικότητα, μια καινούρια ιστορία και αποσυνθέτει στο παρόν αυτό που μόλις έστησε σαν πραγματικότητα του παρελθόντος. Κάθε εξιστόρηση του χθες από τον Άγγελο προϋποθέτει μια επιλογή, υιοθετεί μια στάση. Σήμερα η Άννα και ο θεατής, συχνά διακριβώνουν πως σημασία έχει ό,τι έμεινε έξω από τις επιλογές του Άγγελου, αυτό που δεν έγινε αντικείμενο των ιστοριών του. Κι εδώ εστιάζεται η προσοχή της Άννας: να ανακαλύψει τη στάση του αφηγητή, τον ίδιο τον αφηγητή. Στο τέλος δε, θα επιχειρήσει ακόμη και να υποκαταστήσει τον αφηγητή κάτι που θα της αρνηθεί όμως ο Άγγελος.
Ίσως ο λόγος του ποιητή “πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά να αισθανθεί ό, τι ο νους συνέλαβε” να χαρακτηρίζει το παρόν στην ταινία και τον τρόπο που το παρόν κοιτά το παρελθόν. Φως και σκοτάδι, καρδιά και νους παρουσιάζονται μεν σαν αντιθετικά δίπολα, δεν παύουν όμως να συνυπάρχουν στην πραγματικότητα. Ένα παρελθόν παραδομένο στις επιταγές της καρδιάς κλείνει μ’ ένα στοχαστικό παρόν που διεκδικεί το νηφάλιο λογισμό των έργων της αγάπης.  
Myfilm.gr
 

1.3.12

Ο θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του

Παρασκευή 2/3/12 Καρλόβασι
Σάββατο 3 και Κυριακη 4/3 Σάμος

Η οδύσσεια των σπηλαίων 

Σκηνοθεσία:
Απιτσατπόνγκ Ουερασεθακούλ [Apichatpong Weerasethakul]
Σενάριο: Apichatpong Weerasethakul
Φωτογραφία: Yukontorn Mingmongkon , Sayombhu Mukdeeprom
Μουσική: Armand Amar
Μοντάζ: Lee Chatametikool
Πρωταγωνιστούν:  Thanapat Saisaymar, Sakda Kaewbuadee, Jenjira Pongpas
Διάρκεια: 114'
Έγχρωμη, Ταϊλάνδη, 2010

Διακρίσεις:
  • Χρυσός Φοίνικας Καλύτερης Ταινίας στο 63ο Φεστιβάλ των Καννών (2010)
  • Επίσημη συμμετοχή στο 51ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (2010 - "ΗΜΕΡΕΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ")
Κριτική της ταινίας
Στην ταϊλανδέζικη ζούγκλα, ο βαριά άρρωστος Μπούνμι αρχίζει να δέχεται επισκέψεις από τον κόσμο των πνευμάτων και να ανακαλεί τις προηγούμενες ζωές του.
Βουδιστική απλότητα, αφηγηματική ελευθερία κι ένας ιδιόμορφος μαγικός ρεαλισμός. Αυτάρεσκο, εσωστρεφές, αλλά απόλυτα πρωτότυπο σινεμά.(Χρήστος Μήτσης, Αθηνόραμα).

Μια συνομιλία με το σκηνοθέτη

Τι σημαίνει για σένα το βορειοανατολικό κομμάτι της Ταϊλανδής; Και τι είναι αυτό που σε ενέπνευσε για να κάνεις την ταινία;
Λίγα χρόνια πριν, όταν ζούσα στη βορειοανατολική Ταϊλάνδη, είχα συναντήσει τον Θείο Μπούνμι. Ο μοναχός ενός μοναστηριού, που ζούσε κοντά στο σπίτι μου, μου είχε πει ότι είναι ένας γέρος άνδρας ο οποίος είχε φτάσει στο ναό για να συμμετάσχει στις δραστηριότητες του και να κάνει εκεί την περισυλλογή του. Μια μέρα αυτός ο άντρας, ο Μπούνμι, πήγε στο μοναχό και του εξομολογήθηκε ότι ενώ βρισκόταν πολύ βαθιά μέσα στην περισυλλογή του είδε να περνούν από μπροστά του όλες οι προηγούμενες ζωές του σαν σε ταινία. Είδε και ένιωσε τον εαυτό του ως βούβαλο, ως αγελάδα, να περιπλανιέται περισσότερο σαν πνεύμα παρά σα σώμα στις τριγύρω πεδιάδες της βορειοανατολικής πλευράς της χώρας. Ο μοναχός εντυπωσιάστηκε αλλά δεν έμεινε έκπληκτος καθότι ο Μπούνμι δεν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που του έλεγε τέτοιες εμπειρίες. Όλα αυτά τα χρόνια είχε συλλέξει ιστορίες από χωριάτες, που είχαν μοιραστεί μαζί του τις προηγούμενες ζωές τους. Αργότερα, έκδωσε ένα μικρό βιβλίο. Στο εξώφυλλο έγραφε «Ο άντρας που θυμάται τις προηγούμενες ζωές του». Δυστυχώς, ώσπου να αποκτήσω το βιβλίο ο Μπούνμι είχε φύγει από αυτό τον κόσμο μερικά χρόνια νωρίτερα («A man who can recall past lives» by Phra Sripariyattiweti Sang Arun Forest Monastery, Khon Kaen, εκδόθηκε στις 23 Αυγούστου 1983).
Σε όλες τις ταινίες σου έχεις ενσωματώσει πολλά αυτοβιογραφικά σου στοιχεία. Κάτι όμως που γίνεται σε μικρότερο βαθμό στην περίπτωση του «Θείου Μπούνμι…».
Συγκρίνοντας τον κινηματογραφικό «Θείο Μπούνμι» με αυτόν, που υπάρχει στο βιβλίο, θα παρατηρήσεις ότι υπάρχει πολύ από μένα σε αυτόν. Στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να μείνω πιστός στην πρωτότυπη πηγή. Πέρα από την εναλλαγή των προηγούμενων ζωών ήθελα να τοποθετήσω τον Θείο Μπούνμι στο παρασκήνιο και να στηριχθώ στους βασικούς μου ηθοποιούς, την Jen και τον Tong, που έπαιζαν σαν μάρτυρες του «περάσματος» αυτού του ανώνυμου άντρα. Η ταινία δεν είναι για τον Μπούνμι αλλά μια δική μου ιδέα για τη μετενσάρκωση. Είναι φυσικό αυτή η ιδέα να ξεδιπλώνεται με σεβασμό μέσω του κινηματογράφου με τον οποίο μεγάλωσα. Ένας κινηματογράφος όμως που βυθίζεται ή και πεθαίνει. Για μια ακόμη φορά η φιγούρα του πατέρα μου μπήκε μες στην ταινία. Και ο ίδιος έπασχε από οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Για να καταλάβεις, όλος ο ιατρικός εξοπλισμός που υπάρχει στην κρεβατοκάμαρα του Θείου Μπούνμι, είναι μια προσομοίωση εκείνου που είχε ο πατέρας μου.
Για άλλη μια φορά επέλεξες να δουλέψεις με κανονικούς ηθοποιούς αλλά και με δυο ερασιτέχνες στους πρώτους ρόλους (του Θείου Μπούνμι και της Huay). Αλήθεια, με τι κριτήριο επέλεξες τους ηθοποιούς στην ταινία σου; Προέρχονται όλοι από τη βορειοανατολική Ταϊλάνδη;
Μόνο ο Tong δεν είναι από την περιοχή. Είναι ο μοναδικός, που δεν μιλάει τη βορειοανατολική διάλεκτο. Κατ’ εμέ, ο Μπούνμι είναι ανώνυμος. Άρα δεν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω επαγγελματία ηθοποιό, που έχει άλλη ταυτότητα, διαφορετική από την περιοχή. Πιστεύω ότι ο ερασιτεχνισμός είναι μοναδικός όταν στοχεύεις σε ένα ατόφιο αυθεντικό ερμηνευτικό στυλ. Έτσι, επιλέγω ανθρώπους από όλες τις τάξεις, όλα τα σκαλοπάτια της ζωής. Κατ’ αυτό τον τρόπο, κατέληξα σε έναν οξυγονοκολλητή και μια τραγουδίστρια για να παίξουν τον Μπούνμι και τη Huay.
Ωστόσο, ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται στις προηγούμενες ζωές του Θείου Μπούνμι, που ποτέ δεν εξηγούνται ή δεν περιγράφονται ποιες είναι.
Αρχικά, το σενάριο εξηγούσε καθαρά ποιες είναι και ποιες δεν είναι οι προηγούμενες ζωές. Αλλά στην ταινία αποφάσισα να σεβαστώ τη φαντασία του κοινού. Φυσικά, αφού την δει κάποιος μπορεί να πει ότι ο Μπούνμι είναι ο ταύρος ή η πριγκίπισσα. Μα για μένα θα μπορούσε να είναι ο κάθε ζωντανός οργανισμός που υπάρχει στην ταινία, τα ζωύφια, οι μέλισσες, ο στρατιώτης, το γατόψαρο και ούτω καθεξής. Θα μπορούσε ακόμη να είναι ο δικός του ο γιος  (Φάντασμα Πίθηκος) και η δική του η γυναίκα (Φάντασμα). Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ταινία μπορεί να μιλήσει για τη σχέση μεταξύ κινηματογράφου και μετενσάρκωσης. Ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος να δημιουργήσεις εναλλακτικούς κόσμους, άλλες ζωές.
Η κινηματογραφική σου γλώσσα στο Θείο Μπούνμι…σέβεται ένα συγκεκριμένο σινεμά, εκείνο της νεότητάς σου. Ποιο είδος κινηματογράφου έχεις στο μυαλό σου; Το Ταϊλανδικό;
Ήμουν ήδη αρκετά μεγάλος όταν πρόλαβα τα τηλεοπτικά σόου, που συνήθως γυρίζονταν σε 16άρι φιλμ. Πραγματοποιούνταν σε στούντιο με δυνατό φωτισμό. Οι πλοκές των ιστοριών τους ενέπνεαν τους ηθοποιούς να επαναλαμβάνουν μηχανικά τα λόγια τους. Τα τέρατα ήταν πάντα στο σκοτάδι ώστε να κρύβουν τα φτηνά χειροποίητα κουστούμια τους. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα φωτισμένα ώστε το κοινό να μπορεί να τα ξεχωρίζει. Το μόνο που έκανα για καιρό είναι να βλέπω τα παλιά θρίλερ τρόμου, όταν ήδη γύριζα ταινίες. Σκέφτομαι ακόμη ότι τα Ταϊλανδικά βιβλία κόμικ με έχουν επηρεάσει εξίσου. Οι πλοκές τους δεν ήταν ποτέ μπερδεμένες – τα φαντάσματα ήταν πάντοτε κομμάτι των περιοχών, όπου αναπτύσσονταν οι ιστορίες. Και νομίζω ότι είναι ακόμη έτσι στη σημερινή εποχή.
H ταινία κινείται σε διάφορα επίπεδα στον τόνο και το ύφος της, κάποιες φορές είναι περίπου κωμική και ειρωνική, άλλες φορές πολύ σοβαρή και με διάρκεια.
Αγαπώ τις ταινίες μου που λειτουργούν ως συνειδησιακό κύμα, που μπορούν να κινούνται από το ένα είδος στο άλλο. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να τονιστεί αυτή η ευελιξία όταν η ουσία της ταινίας μιλάει για τη μετενσάρκωση, για τα περιπλανώμενα πνεύματα.
Μιλάς για το ενδιαφέρον σου περί «ανταλλαγής των ψυχών». Αυτό σου έρχεται στο μυαλό ειδικά στις τελευταίες σκηνές της ταινίας. Συμβαίνει στην Jen και τον Tong;
Η συγκεκριμένη σκηνή επεμβαίνει στους χρόνους της ταινίας και τα σημεία αναφοράς της. Ελπίζω ότι στο τέλος το κοινό θα θελήσει να συμμετάσχει σε αυτή την ανταλλαγή.
Τα φαντάσματα και τα φανταστικά πλάσματα εμφανίζονται και στις πρώτες ταινίες σου όπως στο Tropical Malady. Όμως στο Θείο Μπούνμι… έχουν κεντρική θέση. Μπορείς να το σχολιάσεις αυτό;
Η ταινία επικεντρώνεται σε πεποιθήσεις που βασίζονται σε διάφορα παγκόσμια στοιχεία τα οποία είναι αληθινά κομμάτια των ζωών μας. Είμαι γοητευμένος από το γεγονός ότι καθώς γερνάμε οι αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων γίνονται πιο ζωηρές. Θεωρώ ότι η περιέργεια (και ίσως ο φόβος) για τα φαντάσματα και τους άλλους κόσμους, μας προκύπτει όταν είμαστε νεαροί ή όταν πρόκειται να πεθάνουμε.
Οι πρόσφατες δουλειές σου φέρονται να έχουν περισσότερη πολιτική κατεύθυνση. Σε αυτό βοηθά και η ακολουθία των ακίνητων στιγμών (φωτογραφιών) που υπάρχουν. Αυτή η ακολουθία είναι τόσο διαφορετική από κάθε τι άλλο στον Θείο Μπούνμι….
Θέλησα να βάλω τις μνήμες μου -για την κατασκευή αυτού του σχεδίου- στην ταινία όσο περισσότερο μπορούσα. Η ταινία είναι μέρος του Primitive Project, για το οποίο προσπάθησα να συλλέξω κάποιες μνήμες από τη βόρειο-ανατολική Ταϊλάνδη. Κατέληξα να εργάζομαι με εφήβους σε ένα χωριό, το οποίο έχει βίαιη πολιτική ιστορία. Αναπτύξαμε μια στενή σχέση και γράψαμε μαζί διάφορα σενάρια. Επίσης κάναμε τη μικρού μήκους ταινία Ένα γράμμα για τον Θείο Μπούνμι, χάρη στην οποία ψάξαμε όλο το χωριό ώστε να βρούμε το κατάλληλο σπίτι για τη μεγάλου μήκους. Για μένα, η εμπειρία στο χωριό αυτό έχει σίγουρα σχέση με την ύπαρξη του Θείου Μπούνμι. Είναι ένα μέρος όπου οι μνήμες υπάρχουν. Και θέλω να τις μεταδώσω σε ανθρώπους, που μπορούν και θυμούνται τα πάντα. Με την ακολουθία αυτών των στιγμών στην ταινία, οι μνήμες του Θείου Μπούνμι και οι δικές μου συνδέονται.
amafilms