Un home qui crie.
Γαλλία/Βέλγιο/Τσαντ. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μαχάματ Σάλεχ Χαρούν. Ηθοποιοί: Γιουσούφ Τζαορό, Ντιουκούντα Κόμα Χατζιέ, Φατιμέ Νγκούα. 92'
Η σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο, με φόντο τον εμφύλιο πόλεμο στο Τσαντ, σε μια συγκλονιστική, δοσμένη με λιτό, μετρημένο στιλ, ταινία-βραβείο της κριτικής επιτροπής στις Κάνες.
Την τραγωδία ενός εμφύλιου πολέμου σε αφρικανική χώρα μέσα από την ιστορία ενός παλιού πρωταθλητή κολύμβησης, υπεύθυνου της πισίνας τουριστικού ξενοδοχείου, παρουσιάζει ο 50χρονος σκηνοθέτης από το Τσαντ, Μαχάματ Σάλεχ Χαρούν. Το πρόβλημα για τον 60χρονο Αντάμ αρχίζει όταν οι νέοι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου τον πιέζουν να παραχωρήσει τη θέση του στον 20χρονο γιο του, Αμπντέλ, γεγονός που θεωρεί ταπείνωση (η ιστορία θυμίζει τον «Τελευταίο των ανθρώπων» του Μούρναου). Για να μπορέσει να κρατήσει τη θέση του, ο Αντάμ σταματά να πληρώνει τους ντόπιους στρατιωτικούς από το να επιστρατεύσουν το γιο του, με αποτέλεσμα ο Αμπντέλ να σταλεί στο μέτωπο.
Εκτός από το θέμα του πολέμου, η ιστορία κάνει κι ένα σχόλιο πάνω στη σχέση (και τη σύγκρουση) ανάμεσα στις δυο γενιές. Δημιουργός του εκπληκτικού, βραβευμένου «Darrat» («Περίοδος ξηρασίας», Βενετία, 2006), ο Χαρούν στήριξε στις δικές του εμπειρίες την ιστορία. Καταγράφει με λιτό, μετρημένο στιλ, που κρύβει μια μεγάλη δύναμη, την όλη τεταμένη ατμόσφαιρα, με τον πόλεμο να καθορίζει τις τύχες των ανθρώπων, αλλά και ολόκληρων χωρών. Οδηγεί την ταινία σ' ένα συγκλονιστικό φινάλε, απελπιστική κραυγή για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία.
Στο σημερινό Τσαντ, ο 60χρονος Άνταμ, παλιός πρωταθλητής κολύμβησης, δουλεύει στην πισίνα ενός μικρού ξενοδοχείου, μια δουλειά που είναι η μόνη χαρά της ζωής του. Όταν ο νέος ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου τού ανακοινώνει ότι πλέον δεν θα εργάζεται σε αυτό το πόστο, ο Άνταμ αρχίζει να βλέπει εχθρικά τον ίδιο του το γιο, που τον αντικαθιστά στη θέση. Αυτή η έχθρα θα τον οδηγήσει να πάρει μια συγκλονιστική απόφαση...
Η πισίνα είναι όλη μου η ζωή», λέει ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο σε γενικές γραμμές ανέκφραστος Άνταμ, για να εξηγήσει την απέραντη πίκρα του για τον παραγκωνισμό του από τη θέση του ως υπεύθυνου της πισίνας ενός πολυτελούς θερέτρου. Είναι απλά μια δουλειά που τον βοηθά να θυμάται τις παλιές του δόξες; Είναι κολακευμένος από το στάτους που του δίνει ένα χώρος με σαφή Δυτική νοοτροπία; Είναι δύσκολο να πει κανείς - αντίθετα με τον τίτλο της ταινίας, ο Άνταμ παραμένει σιωπηλός και χαμηλών τόνων, ένα πραγματικό αίνιγμα για τον θεατή, που καλείται παρόλ' αυτά να ακολουθήσει την γεμάτη δυσάρεστες εκπλήξεις ιστορία του και μια συγκλονιστική, καταστρεπτική ανατροπή.
Ευτυχώς η ταινία καταφέρνει, αν όχι να δικαιολογήσει μια τέτοια σοκαριστική απόφαση, τουλάχιστον να την βάλει με δεξιοτεχνία σε ένα κοινωνικό και δραματουργικό πλαίσιο ώστε να την αναγνωρίσεις ως ενδεικτική της γενικότερης παρακμής που φέρνει ο εμφύλιος πόλεμος, οι κοινωνικές συγκρούσεις, ακόμη και ο ερχομός των γηρατειών. Αξιοθαύμαστη είναι η αυτοπεποίθηση του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Μαχάματ-Σαλέχ Χαρούν να αφήσει την ιστορία του να ξεδιπλωθεί με αργούς ρυθμούς και μεγάλες σιωπές, χωρίς μελοδραματικά ξεσπάσματα και υπερβολικές εξηγήσεις για τις πράξεις του κεντρικού ήρωα, όσο και αν αυτές οι επιλογές τελικά υπονομεύουν το μομέντουμ της ιστορίας και κουράζουν.
Το ύψιστο κοπλιμέντο για την ταινία, όμως, προορίζεται για τον χειρισμό του εμφυλίου πολέμου: χωρίς να προσπαθεί να απεικονίσει τις ίδιες τις εμφύλιες συγκρούσεις, τις αφήνει να αιωρούνται πάνω από την πλοκή, κρυμμένες μέσα σε ραδιοφωνικά δελτία, εικόνες από πρόσφυγες ή την κεντρική σκηνή της βίαιης στρατολόγησης του γιου του Άνταμ, και να επενδύουν τα τεκταινόμενα με αυθεντική ένταση και σασπένς.
Χριστίνα Λιάπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου