28.3.12

ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟΥΣ ΓΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ

Παρασκευή 30/3/12 Καρλόβασι
Σαββατοκύριακο 31/3 και 1/4/12 Σάμος


ΕΙΔΟΣ:
 Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
 Bahman Ghobadi
 ΓΛΩΣΣΑ:
Πέρσικα
ΧΩΡΑ:
 Ιράν
ΔΙΑΡΚΕΙΑ
 106 λεπτά
ΠΡΕΜΙΕΡΑ
 11-11-10
ΔΙΑΝΟΜΗ
 Nutopia

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ
 Negar Shaghaghi
 Ashkan Koshanejad
 Hamed Behdad
Διακρίσεις
Ειδικό Βραβείο στις Κάννες, 2009.
Κριτικές ταινίας
Μια ταινία για τη μουσική που δε γνωρίζει σύνορα
1.  Το πιο συναρπαστικό σάουντρακ που έφτασε στα αυτιά μας, εδώ και πολύ καιρό, καλύτερο και από το groovy «Soul Kitchen» του Φατίχ Ακίν, έρχεται από την Τεχεράνη του Αχμεντινετζάντ φουσκώνοντας τα πανιά της πρώτης (;) ροκ ιρανικής ταινίας, «No One Knows About Persian Cats». Κανείς δεν ξέρει για τις γάτες της Περσίας, και όχι ποιος τις φοβάται, όπως δηλώνει ο ελληνικός τίτλος της.
Κανείς δεν ξέρει κάτι για τα υπόγεια μουσικά ρεύματα της σύγχρονης Τεχεράνης, γιατί απλούστατα οι νεαροί μουσικοί της στήνουν τα όργανά τους σε σκοτεινά υπόγεια με κουρελούδες στα ταβάνια και αυγοθήκες στους τοίχους για έξτρα ηχομόνωση. Οι νεαροί, ενίοτε περνούν και απ' τα μπουντρούμια των αρχών ασφαλείας προς «αναμόρφωσή» τους.
Η ταινία του Μπαχμάν Γκομπαντί κάνει πρεμιέρα στην Αθήνα μια εβδομάδα μετά το ιταλικό «Γνήσιο αντίγραφο» του Αμπάς Κιαροστάμι, δίνοντας ένα στίγμα για το ιρανικό σινεμά πολύ διαφορετικό απ' αυτό που γνωρίζουμε. Ο Γκομπαντί άφησε τα βουνά του ιρανικού Κουρδιστάν (εκεί εκτυλίσσεται η πιο γνωστή ταινία του στη Δύση, τα «Μεθυσμένα άλογα») και κατέβηκε στην πόλη για να γίνει η σκιά δύο νεαρών μουσικών.
Ο Νεγκάρ και η Ασκάν, που μόλις τέλειωσαν την «αναμόρφωσή» τους, τριγυρίζουν στην Τεχεράνη, αναζητώντας μουσικούς για να ξαναφτιάξουν ένα ροκ συγκρότημα. Παράλληλα, προσπαθούν να εξασφαλίσουν πλαστά διαβατήρια και βίζες για να φτάσουν στην Ευρώπη και να παίξουν σε ένα φεστιβάλ.
Ο Γκομπαντί τούς ακολουθεί κατά πόδας σε αυτό το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ για τις απαγορευμένες μουσικές στο Ιράν και για τους καλλιτέχνες που ζουν στην παρανομία. Ανεβοκατεβαίνει σε σοφίτες και σε υπόγεια που έχουν μετατραπεί σε αυτοσχέδια στούντιο, επισκέπτεται απίθανους χώρους όπου συναντιούνται δημιουργικά οι μουσικοί. Κάπου μας θυμίζει και τον Φατίχ Ακίν στον «Ηχο της Πόλης» για την αντεργκράουντ μουσική σκηνή της Κωνσταντινούπολης. Ο ρυθμός του είναι ασθμαίνων και η έλλειψη οξυγόνου γύρω του αντιληπτή. Η λογοκρισία απαγορεύει τους ρυθμούς και τους ήχους της Δύσης, γιατί «διαφθείρουν» τους νέους και «καταστρέφουν» τα ισλαμικά ήθη.
Ο παλιός συνεργάτης του Κιαροστάμι άλλοτε καταγράφει στιγμές αυθεντικές (ένα μικρό πλήθος μουσικών παρελαύνουν μπροστά από τον κινηματογραφικό φακό) κι άλλοτε δίνει την εντύπωση ότι σχηματοποιεί την πραγματικότητα προσδοκώντας μια ταινία με εμπορεύσιμη αξία στη Δύση. ΄Οχι πως ψεύδεται, είναι και ο ίδιος θύμα της λογοκρισίας, αλλά το ψευδοντοκιμαντέρ του στην αντεργκράουντ περιοχή της σύγχρονης Τεχεράνης είναι επιτηδευμένα μελοδραματικό και στρογγυλεμένο στις γωνιές.
Δημήτρης Mπούρας / dbouras@kathimerini.gr

2. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που αποφυλακίστηκαν πρόσφατα, αποφασίζουν να φτιάξουν μια μπάντα. Μαζί, περιπλανώνται στη σκοτεινή πλευρά της Τεχεράνης, ψάχνοντας για μουσικούς. Καθώς η ροκ μουσική απαγορεύεται στο Ιράν, σχεδιάζουν να δραπετεύσουν από την αναγκαστική παρανομία κι ονειρεύονται να παίξουν στην Ευρώπη. Όμως, χωρίς χρήματα και διαβατήρια, τίποτε δεν είναι εύκολο. Ένας αθέατος κόσμος από επαναστατημένους μουσικούς, που κανείς δεν έχει δει και ελάχιστοι έχουν ακούσει. Κυνηγημένοι απ' τις Αρχές, οι πρωταγωνιστές ζουν σ' ένα διαρκή κίνδυνο, μόνο και μόνο επειδή... τραγουδούν και αγαπούν τη μουσική...
Βραβευμένος με τη Χρυσή Κάμερα για τα «A Time For Drunken Horses» ο Bahman Ghobadi επέστρεψε στις Κάννες με μια ταινία για ένα Ιράν, που υπάρχει, αλλά δεν το ξέρουμε και δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ.
 Θανάσης Γεντίμης [cinemanews.gr]

3. Πολύ ιδιαίτερη ταινία και αξιολογότατη, τη χαρακτηρίζω. Ανήκει σε ένα σινεμά σινεφίλ, art house όπως το λένε, και πραγματεύεται ένα θέμα που μπορεί σε εμάς τους δυτικούς να μη λέει και τίποτα αλλά έχει ενδιαφέρον να βλέπεις το τρίγωνο νέοι-μουσική-Ισλάμ και το πώς αυτό περιπλέκεται.
 Καταρχάς να πω ότι το σινεμά του Γκομπαντί μου αρέσει πολύ. Και τα "Μεθυσμένα άλογα" και -κυρίως- το "Μισοφέγγαρο", τις θεωρώ ταινίες υψηλού επιπέδου και ατόφιας αισθητικής.
Σε συνέχεια του "Μισοφέγγαρου", ο Γκομπαντί καταπιάνεται ξανά με τη μουσική, αυτή τη φορά με μια ταινία νεανική. Οι ανησυχίες των νέων στο σύγχρονο Ιράν αναφορικά με τη μουσική τους και τις δυτικές επιρροές που έχουν. Το κράτος όμως και η θρησκεία τους κρατά φυλακισμένους.
Νέστορας Πουλάκος [sevenart.gr]
 

15.3.12

Kabei: η μητέρα μας

Παρασκευή 16/3/2012 Καρλόβασι
Σάββατο 17 και Κυριακή 18/3/2012 Σάμος

Κατηγορία: ΔΡΑΜΑ

 Σκηνοθεσία: Yoji Yamada

 Σεναριο: Teruyo Nogami (βιογραφία),Emiko Hiramatsu (διασκευή),Yoji Yamada

Παίζουν: Sayuri Yoshinaga ... Kayo Nogami Tadanobu Asano ... Yamazaki Toru Mitsugoro Bando Rei Dan Denden Mitsuru Fukikoshi Tokie Hidari Koen Kondo Umenosuke Nakamura

Χώρα προέλευσης:  ΙΑΠΩΝΙΑ

Έτος 2008

Διάρκεια 133΄

Πρεμιέρα στην Ελλάδα:  24 -9- 2009
Διανομή: Nutopia Entertainment
Γλώσσα: Ιαπωνικά

Κριτικές της ταινίας

1. Στην Ιαπωνία του 1940, μια μοναχική μητέρα προσπαθεί να μεγαλώσει τα δύο μικρά παιδιά της ενώ ο προοδευτικός σύζυγος βρίσκεται στη φυλακή, σε μια ταινία δοσμένη με τρυφερότητα και συγκίνηση.
Οικογενειακό δράμα είναι και η 80ή αυτή ταινία του 77χρονου Γιότζι Γιαμάντα (Το κρυφό σπαθί του σαμουράι, Ο σαμουράι του λυκόφωτος). Βασισμένη σε μια αυτοβιογραφική νουβέλα του Τερούγιο Νογκάμι, παλιού συνεργάτη του Κουροσάβα, η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας (τη φορά αυτή αγαπημένης) πριν και στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο προοδευτικός καθηγητής, και πατέρας της οικογένειας, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για «αντικαθεστωτικό» κείμενο (σχετικά με την εισβολή της Ιαπωνίας στην Κίνα) και η γυναίκα του αναγκάζεται να μεγαλώσει μόνη της τις δύο μικρές κόρες της. Την οικογένεια, εκτός από δύο συγγενείς -μια συμπαθητική θεία κι ένας κακότροπος θείος- θα βοηθήσει κι ένας ντροπαλός, πρώην φοιτητής του καθηγητή, που, στη συνέχεια ερωτεύεται σιωπηλά τη σύζυγο.
Ο Γιαμάντα επικεντρώνεται στον αγώνα της μητέρας για να κρατήσει δεμένη την οικογένεια, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα την ξεχωριστή σχέση ανάμεσα στα παιδιά και τον φυλακισμένο πατέρα. Πρόκειται για μια ταινία δοσμένη με τρυφερότητα, άνεση και συγκίνηση, με τον σκηνοθέτη να επιμένει στις λεπτομέρειες για να αφηγηθεί το δράμα της μοναχικής μάνας (με τη Σαγιούρι Γιοσινάγκα να δίνει μια γεμάτη ευαισθησία και δύναμη ερμηνεία) και να υποδηλώνει παρά να τονίζει τα αισθήματα, ταυτόχρονα αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς και τις λύσεις σαπουνόπερας.

 

1. Το «Καμπέι, η μητέρα μας» («Κabe», 2009) του βετεράνου Γιόζι Γιαμάντα (ανάμεσα στις άνω των 70 ταινίες του και ο υποψήφιος για ξενόγλωσσο ΄Οσκαρ Σαμουράι του λυκόφωτος) μας μεταφέρει στην αυτοκρατορική Ιαπωνία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εστιάζοντας στο πρόσωπο μιας μητέρας ( Σαγιούρι Γιοσινάγκα ) που θα δει την οικογένειά της να αποσυντίθεται στη δίνη της εθνικής παράνοιας (ο σύζυγός της συλλαμβάνεται από τις αρχές για την αντικαθεστωτική ιδεολογία του). Η χρόνια μάχη χωρίς ουσιαστικό στήριγμα που θα δώσει για να μεγαλώσει σωστά τις δύο κόρες της αναπτύσσεται σαν κέντημα, φτιάχνοντας το ολοκληρωμένο πορτρέτο μιας αφανούς ηρωίδας που μας παραδίδει δωρεάν μαθήματα δυναμισμού και αξιοπρέπειας. Παρά τα 133 λεπτά της η ταινία, που βασίζεται στις πραγματικές εμπειρίες της ηθοποιού Τερούγιο Νογκάμι (υποδύεται τη μία κόρη), δεν χάνει ποτέ το ενδιαφέρον της ενώ όση προσπάθεια και αν κάνεις για να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου εντέλει δεν τα καταφέρνεις.
Γιάννης Ζουμπουλάκης, εφημερίδα το Βήμα 24/9/2011

3. Θεωρώ πολύ τυχερούς όσους επιλέξουν να δουν το Καμπέι. Είναι ένα έργο που θα το αγαπήσουν τόσο οι λάτρεις του ειδικού κινηματογράφου, όσο κι αυτοί που προτιμούν τις «ασφαλείς» γλώσσες, την εξής μία: τα αγγλικά! Πρόκειται για ένα οικογενειακό έπος ποτισμένο με αγνότητα, με ψυχική διαύγεια, με πολύ, πολύ καλοσύνη. Είναι ένα ξαναδιάβασμα του αμερικανικού κινηματογράφου της χρυσής εποχής των 1940-50, που ποτέ δεν χάνει την ιαπωνική του λεπτότητα. Αυτό το πάντρεμα σε κάνει να προσπερνάς με άνεση την μεγάλη διάρκεια, κυρίως επειδή δεν θα νιώσετε την ανάγκη να κοιτάξετε ποτέ το ρολόι σας...

Ελαφριά πολιτικά μηνύματα (σήμερα ελαφριά, κάποτε κοσμογονικά), ελαφρύ χιούμορ, πολύ τρυφερότητα και όλα τα συναισθήματα μιας ζωής που θα ήθελε αλλά δεν είναι καθόλου μονότονη. Ο Yoji Yamada ζωγραφίζει την εικόνα του με το χρώμα των πρώτων technicolor ιαπωνικών ταινιών (ανεπαίσθητο πράσινο), επιμένει στη λιτότητα κι όχι στην βαρύτητα των ερμηνειών, αλλάζει σκηνές και χρόνους με μαεστρία χωρίς να αφήνει ποτέ κενά και δεν πελαγοδρομεί ποτέ σε γεγονότα και πρόσωπα που απλά θα του χάριζαν περισσότερη διάρκεια στο μίνι-έπος του. Όσο ευαίσθητος είναι συναισθηματικά, δανειζόμενος την ψυχολογία της κεντρικής του ηρωίδας, τόσο ευαίσθητος είναι και πολιτικά. Νομίζεις ότι η ταινία είναι πολύ απλοϊκή για σήμερα κι όμως ο δημιουργός γνωρίζει ότι ένα μάθημα απλής μνήμης είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να δώσει σε ένα ευρύ κοινό κι όχι μονάχα σε ένα ειδικό.

Είναι από τις φορές που νιώθεις τόσο οικείο έναν τόσο μακρινό πολιτισμό. Όπως και στις πρώτες ταινίες τού Zhang Yimou, ο Yamada προσέχει να παρέχει οικουμενικότητα στη δομή, στη νοηματική και στην θεματολογία του. Ποτέ δεν είναι επιτηδευμένος ή φορτικός παρά του ότι το δράμα του προσφέρονταν για αυτό. Μονάχα στις τελικές σκηνές υποπίπτει σε αυτό το «παράπτωμα», αλλά είναι λογικό πως αναζητούσε έναν δυνατό τρόπο να κλείσει το πολύωρο στόρι του. Η ταινία κουβαλάει χρόνια εμπειρίας μέσα της κι ο Yamada δεν είναι χθεσινός. Δείτε την καλύτερη ταινία του, μια πρώτης τάξης ευκαιρία να έρθετε κοντά με την καλή πλευρά της παγκοσμιοποίησης. Γιατί ο δημιουργός μάς θυμίζει πως δεν υπερτερεί η ιαπωνική ταινία, αλλά ο παγκόσμιος κινηματογράφος.

Σταύρος Γανωτής  [
cine.gr]


4.3.12

Υπογραφή


Ο αργός θάνατος ενός αληθινού καλλιτέχνη 

Παρασκευή 9/3 Καρλόβασι
Σαββατοκύριακο 10,11/3/12 Σάμος

Είδος: ΔΡΑΜΑ
Σενάριο - σκηνοθεσία:
 ΣΤΕΛΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ
Μουσική:  ΝΙΚΟΣ ΚΥΠΟΥΡΓΟΣ (ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΜΕΡΑΤΑΣ – ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ)
Διανομή: Feelgood Entertainment
Χώρα Παραγωγής: ΕΛΛΑΔΑ
Γλώσσα: ΕΛΛΗΝΙΚΑ,ΓΑΛΛΙΚΑ, ΑΓΓΛΙΚΑ
Έτος Παραγωγής:  2010
Διάρκεια: 130'

Παίζουν

Γ ιώργος Χωραφάς, Μαρία  Πρωτοπαππά, Αλεξία Καλτσίκη , Νίκος Κουρής, Δημήτρης Λιγνάδης, Μarco Gastine,  Jerome Keen, Εύρη Σωφρονιάδου,  Νίκος Δούκας, Θοδωρής Γκόνης,  Βάσω Καβαλιεράτου, Στάθης Κοκκορης, Χρήστος Σουγγαρης
έκτακτη  συμμετοχή: Μιχαλης Μητρούσης
Κριτική της ταινίας
 Η Υπογραφή του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου είναι ένα ερωτικό δράμα μοιρασμένο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Αξιοθαύμαστα ομοιογενές ως προς το ύφος (η φωτογραφία του Ηλία Κωνσταντακόπουλου συμβάλλει τα μάλα), απογοητευτικά ασταθές ως προς τη δραματουργία. Η μυθοπλασία του οργανώνεται γύρω από ένα μυστικό σχετικά την πατρότητα ενός έργου τέχνης, χωρίς όμως το απαραίτητο σασπένς που θα ενέπλεκε τον θεατή σε μια συναρπαστική περιπέτεια.
Μια ιστορικός τέχνης, η ΄Αννα, ετοιμάζει ένα αφιέρωμα στη ζωγράφο Μαρία Δήμου, που ο θάνατός της παραμένει μυστήριο. Η ΄Αννα πλησιάζει τον 60χρονο ΄Αγγελο, που υπήρξε σύντροφος της Δήμου, για να μάθει λεπτομέρειες για τη σχέση τους.
Ο ΄Αγγελος και η Μαρία γνωρίστηκαν στο Παρίσι και ερωτεύτηκαν παθιασμένα. Αυτός ζούσε σε μια γειτονιά καλλιτεχνών, σε ένα μικρό διαμέρισμα - ατελιέ. Αυτή ασχολιόταν με το θέατρο, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να κάνει καριέρα ως ζωγράφος. Ο ΄Αγγελος, που ένιωσε τον έρωτα σαν ένα διαρκές και απόλυτο δόσιμο στον άλλον, θυσίασε την καριέρα του για χάρη της Μαρίας, που δεν είχε ταλέντο σαν το δικό του. Η σχέση τους άρχισε να γίνεται προβληματική όταν εμφανίστηκε ανάμεσά τους ένας νεαρός αρχιτέκτονας... ΄Ολα αυτά στο παρελθόν. Στο παρόν, η ΄Αννα σκαλίζει επικίνδυνα τη βαθιά πληγή του ΄Αγγελου, όταν ανακαλύπτει ότι η υπογραφή πάνω σε έναν πίνακα της Δήμου είναι μεταγενέστερη.
Στην Υπογραφή οι ηθοποιοί είναι ανυπεράσπιστοι, γιατί οι χαρακτήρες δεν εξελίσσονται. Οι διάλογοι εξηγούν στον θεατή τι έχει συμβεί στη ζωή των ηρώων, γιατί έχουν αντικαταστήσει τη δράση, ενώ ο εσωτερικός ρυθμός είναι το ζητούμενο μέχρι την τελευταία, αληθινά ξεχωριστή, σκηνή της ταινίας.
Δημήτρης Mπούρας

Σημείωμα του σκηνοθέτη
Η ταινία η Υπογραφή καταγράφει την πορεία δύο ανθρώπων στην προσπάθειά τους να αλλάξουν τη ζωή τους, να υπερβούν επιλογές που φάνταζαν οριστικές και δεσμευτικές, να αρνηθούν ρόλους και ταυτότητες, εγχείρημα που θα καταλήξει στη συντριβή τους. Ο Άγγελος και η Μαρία, πριν συναντηθούν ορίζουν δύο αντιθετικές περιπτώσεις του Είναι. Αυτός, ταλαντούχος χωρίς στήριξη και βοήθεια όμως, υποχρεωμένος να ζει στο σκοτάδι του καθημερινού βιοπορισμού. Εκείνη, με στήριξη και βοήθεια, που της προσφέρουν την επιθυμητή λάμψη του εφήμερου. Θα συναντηθούν και θα προσπαθήσουν να απελευθερωθούν από το βάρος των επιλογών τους. Η ανάγκη του Άγγελου, ως δημιουργού πλέον, να διεκδικήσει την ταυτότητά του και η ανάγκη της Μαρίας να σαρκώσει τη δική της ταυτότητα με πραγματική δημιουργία, ξαναβάζουν στη ζωή, με δραματικό τρόπο, αυτό που θέλησαν να αγνοήσουν, να υποβαθμίσουν: το ήθος σαν στάση ζωής. Αυτό που θα τους σώσει είναι ο έρωτας με το ούτως ή άλλως ενυπάρχον ήθος του. Ο περίγυρος όμως έχει κατανείμει ρόλους και ταυτότητες, θέλει να επιβεβαιώνεται η «εικόνα», αδιαφορεί για την ουσία της ύπαρξης. Ο Δημήτρης Ορφανός δεν κάνει τίποτα άλλο από το να απαιτεί να ανταποκριθούν σε αυτό που επιτάσσει το συλλογικό, έστω και ως λανθάνον,  απέναντι στο ατομικό:  να υποστασιοποιούν τον κοινωνικό τους ρόλο.
Με όχημα την αφήγηση του Άγγελου, μορφικά, η ταινία εκτυλίσσεται μέσα από τη σύμπλευση παρόντος-παρελθόντος μέσα από επιλεκτικές καταδύσεις της μνήμης στον πάγο της ιστορίας για να ανασύρει και να επανασυναρμολογήσει στο παρόν το άλλο πρόσωπο της ίδιας ιστορίας.
Την πρόφαση για την αναθεώρηση των πραγμάτων παρέχει η αναδρομική έκθεση και το λεύκωμα-αφιέρωμα προς τιμήν της ζωγράφου. Και τα δύο, εξ’ ορισμού, επινοούν και τοποθετούν την «αλήθεια» τους στη θέση μιας πραγματικότητας που ο χρόνος ολοένα καθιστά πιο δυσπρόσιτη, ελάχιστα απτή και επικίνδυνα επαγωγική. Αναδρομή και αφιέρωμα, έννοιες καθ’ ολοκληρίαν διάτρητες, καταδικασμένες να αλιεύουν στερεότυπες εικόνες από ένα παρελθόν που ελάχιστα έχει να κάνει με το βιωμένο χώρο του ανθρώπου. To βιωμένο χώρο ως τόπο του πάθους και της ίδιας της περιπέτειας της ζωής και όχι της περιγραφής της. Αυτά τα στοιχεία-κάτω και από την πίεση της Άννας-θα φέρει στην επιφάνεια ο Άγγελος.
Ο Άγγελος παραμένει ξεχασμένος στο σκοτάδι του μέχρι που έρχεται η Μαρία να τον τραβήξει στο φως. Η επίδρασή της διττή και διχαστική. Μέσα από τον έρωτα αναζωπυρώνει τη φλόγα της δημιουργίας, πυροδοτεί τη ζωή. Από την άλλη όμως «δανείζει» στον εαυτό της και τον Άγγελο μια δημόσια εικόνα που συγχέει ταυτότητες και ρόλους, αναιρεί την ουσία του Είναι και τελικά κακοφορμίζει-μεσ’ την ενοχή- τον ίδιο τον έρωτα. Η Αρκαδία, ως κυριολεξία αλλά και ως ουτοπία, θα τους προσφέρει ένα προσωρινό καταφύγιο,  θα αποδειχθεί όμως για άλλη μια φορά πως παραμένει πάντα στο επίπεδο του φαντασιακού, ακριβώς όπως και στις ειδυλλιακές εικόνες του Πουσέν αλλά και στα όνειρα του Γκαίτε.
Η έξοδος στο φως για τον Άγγελο είναι ταυτόχρονα παράδεισος και κόλαση. Σαν τα “Σκισμένα Πρόσωπα” της έκθεσής του, σχοινοβατεί σ’ ένα εφιαλτικό μεταίχμιο αντιθέσεων. Στο τέλος ο Άγγελος –αν και του δίνεται η δυνατότητα-επιλέγει να μείνει στο σκοτάδι, αρνείται να ξαναγράψει την ιστορία, δεν αποκαθιστά την αλήθεια. Θυσιάζει τη δική του ταυτότητα προκειμένου να μείνει αλώβητη η δημόσια εικόνα της Μαρίας.
Έχει προηγηθεί βέβαια η θυσία της Μαρίας όταν επωμίζεται τη λύση του δράματος, όταν κατά κάποιο τρόπο προσφέρει τη λύτρωση στον Άγγελο. Αλλά και η πράξη του Άγγελου, έστω εκ των υστέρων, υιοθετεί μια δίσημη συνθήκη που αφ’ ενός οριοθετεί, εγκλωβίζει την αλήθεια στο χώρο του ιδιωτικού και αφ’ ετέρου, δημόσια, δεν κλονίζει στερεότυπα και πλάνες. Δεν λέει ψέματα, απλά επιβεβαιώνει πως το όμορφο δεν είναι κατ’ ανάγκην και αληθινό. Σε αντίθεση με την Άννα που πιστεύει πως το ήθος ορίζει, διέπει ως ενυπάρχον, οτιδήποτε το αισθητικό. Η σύγκρουση μεταξύ τους εκτείνεται ανάμεσα σε δύο ακραία αντιθετικούς πόλους. Η αναλυτική σκέψη της Άννας έχει σαν οδηγό τα Πλατωνικό «το όμορφο είναι το απαύγασμα του αληθινού» και η συνθετική πράξη του ζωγράφου Άγγελου ενστερνίζεται την άποψη του Σαρτρ ότι «η τέχνη όπως πάντα ψεύδεται για να είναι αληθινή».
Η στάση του Άγγελου έχει συνέπεια, δεν στερείται ήθους. Είναι ένας άνθρωπος που λούστηκε στην αγάπη, την ακολούθησε στις νομοτέλειές της και δεν φοβήθηκε να καεί στο φως της. Στην αγάπη λογοδοτεί και αυτήν υπερασπίζεται. Η Άννα αλλά και οι θεατές της ταινίας παρακολουθούν τη ζωή του Άγγελου και της Μαρίας από τη στιγμή που διασταυρώνονται οι δρόμοι τους. Ο Άγγελος παρουσιάζει την πορεία τους μέσα από τρεις τρόπους. Αφηγείται, σήμερα, κατευθείαν στην κάμερα την ιστορία. Σχολιάζει off κομμάτια της ιστορίας που επιλέγει η μνήμη του. Ανασυνθέτει, ασχολίαστα, μια γραμμική εκτύλιξη του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, στο παρόν χτίζεται σιγά-σιγά η προσωπικότητα του Άγγελου. Μέσα από τη γνώση της προσωπικότητάς του γίνεται δυνατή πλέον η ερμηνεία και διαλεύκανση στάσεων  και συμπεριφορών του παρελθόντος. Κλειδί για την κατανόηση ορισμένων πραγμάτων είναι το ζωγραφικό έργο του Άγγελου. Οι επιλεγμένοι πίνακες που αποκαλύπτονται στην κάμερα παρουσιάζουν την ιδιόμορφη και ενορατική σύνθεση μεταξύ της πραγματικότητας και της πρόσληψής της από τον Άγγελο. Σαν μέσα από κάτοπτρο ο Άγγελος κοιτά τη ζωή του, κοιτά  τη σχέση του με τη Μαρία.
Το βλέμμα του πρισματικό, προφητικό συλλαμβάνει το “εσωτερικό ταξίδι”, την αθέατη πλευρά της ιστορίας. Γίνεται έτσι η ζωγραφική ένα μετωνυμικό σχόλιο πάνω στην αφήγηση και η ίδια η ταινία μια μετωνυμία της εικαστικής αναπαράστασης της. Η ταινία εγκαθιστά το διφορούμενο στη σχέση παρόντος/παρελθόντος. Συνθέτει στο παρελθόν μια νέα πραγματικότητα, μια καινούρια ιστορία και αποσυνθέτει στο παρόν αυτό που μόλις έστησε σαν πραγματικότητα του παρελθόντος. Κάθε εξιστόρηση του χθες από τον Άγγελο προϋποθέτει μια επιλογή, υιοθετεί μια στάση. Σήμερα η Άννα και ο θεατής, συχνά διακριβώνουν πως σημασία έχει ό,τι έμεινε έξω από τις επιλογές του Άγγελου, αυτό που δεν έγινε αντικείμενο των ιστοριών του. Κι εδώ εστιάζεται η προσοχή της Άννας: να ανακαλύψει τη στάση του αφηγητή, τον ίδιο τον αφηγητή. Στο τέλος δε, θα επιχειρήσει ακόμη και να υποκαταστήσει τον αφηγητή κάτι που θα της αρνηθεί όμως ο Άγγελος.
Ίσως ο λόγος του ποιητή “πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά να αισθανθεί ό, τι ο νους συνέλαβε” να χαρακτηρίζει το παρόν στην ταινία και τον τρόπο που το παρόν κοιτά το παρελθόν. Φως και σκοτάδι, καρδιά και νους παρουσιάζονται μεν σαν αντιθετικά δίπολα, δεν παύουν όμως να συνυπάρχουν στην πραγματικότητα. Ένα παρελθόν παραδομένο στις επιταγές της καρδιάς κλείνει μ’ ένα στοχαστικό παρόν που διεκδικεί το νηφάλιο λογισμό των έργων της αγάπης.  
Myfilm.gr
 

1.3.12

Ο θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του

Παρασκευή 2/3/12 Καρλόβασι
Σάββατο 3 και Κυριακη 4/3 Σάμος

Η οδύσσεια των σπηλαίων 

Σκηνοθεσία:
Απιτσατπόνγκ Ουερασεθακούλ [Apichatpong Weerasethakul]
Σενάριο: Apichatpong Weerasethakul
Φωτογραφία: Yukontorn Mingmongkon , Sayombhu Mukdeeprom
Μουσική: Armand Amar
Μοντάζ: Lee Chatametikool
Πρωταγωνιστούν:  Thanapat Saisaymar, Sakda Kaewbuadee, Jenjira Pongpas
Διάρκεια: 114'
Έγχρωμη, Ταϊλάνδη, 2010

Διακρίσεις:
  • Χρυσός Φοίνικας Καλύτερης Ταινίας στο 63ο Φεστιβάλ των Καννών (2010)
  • Επίσημη συμμετοχή στο 51ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (2010 - "ΗΜΕΡΕΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ")
Κριτική της ταινίας
Στην ταϊλανδέζικη ζούγκλα, ο βαριά άρρωστος Μπούνμι αρχίζει να δέχεται επισκέψεις από τον κόσμο των πνευμάτων και να ανακαλεί τις προηγούμενες ζωές του.
Βουδιστική απλότητα, αφηγηματική ελευθερία κι ένας ιδιόμορφος μαγικός ρεαλισμός. Αυτάρεσκο, εσωστρεφές, αλλά απόλυτα πρωτότυπο σινεμά.(Χρήστος Μήτσης, Αθηνόραμα).

Μια συνομιλία με το σκηνοθέτη

Τι σημαίνει για σένα το βορειοανατολικό κομμάτι της Ταϊλανδής; Και τι είναι αυτό που σε ενέπνευσε για να κάνεις την ταινία;
Λίγα χρόνια πριν, όταν ζούσα στη βορειοανατολική Ταϊλάνδη, είχα συναντήσει τον Θείο Μπούνμι. Ο μοναχός ενός μοναστηριού, που ζούσε κοντά στο σπίτι μου, μου είχε πει ότι είναι ένας γέρος άνδρας ο οποίος είχε φτάσει στο ναό για να συμμετάσχει στις δραστηριότητες του και να κάνει εκεί την περισυλλογή του. Μια μέρα αυτός ο άντρας, ο Μπούνμι, πήγε στο μοναχό και του εξομολογήθηκε ότι ενώ βρισκόταν πολύ βαθιά μέσα στην περισυλλογή του είδε να περνούν από μπροστά του όλες οι προηγούμενες ζωές του σαν σε ταινία. Είδε και ένιωσε τον εαυτό του ως βούβαλο, ως αγελάδα, να περιπλανιέται περισσότερο σαν πνεύμα παρά σα σώμα στις τριγύρω πεδιάδες της βορειοανατολικής πλευράς της χώρας. Ο μοναχός εντυπωσιάστηκε αλλά δεν έμεινε έκπληκτος καθότι ο Μπούνμι δεν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που του έλεγε τέτοιες εμπειρίες. Όλα αυτά τα χρόνια είχε συλλέξει ιστορίες από χωριάτες, που είχαν μοιραστεί μαζί του τις προηγούμενες ζωές τους. Αργότερα, έκδωσε ένα μικρό βιβλίο. Στο εξώφυλλο έγραφε «Ο άντρας που θυμάται τις προηγούμενες ζωές του». Δυστυχώς, ώσπου να αποκτήσω το βιβλίο ο Μπούνμι είχε φύγει από αυτό τον κόσμο μερικά χρόνια νωρίτερα («A man who can recall past lives» by Phra Sripariyattiweti Sang Arun Forest Monastery, Khon Kaen, εκδόθηκε στις 23 Αυγούστου 1983).
Σε όλες τις ταινίες σου έχεις ενσωματώσει πολλά αυτοβιογραφικά σου στοιχεία. Κάτι όμως που γίνεται σε μικρότερο βαθμό στην περίπτωση του «Θείου Μπούνμι…».
Συγκρίνοντας τον κινηματογραφικό «Θείο Μπούνμι» με αυτόν, που υπάρχει στο βιβλίο, θα παρατηρήσεις ότι υπάρχει πολύ από μένα σε αυτόν. Στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να μείνω πιστός στην πρωτότυπη πηγή. Πέρα από την εναλλαγή των προηγούμενων ζωών ήθελα να τοποθετήσω τον Θείο Μπούνμι στο παρασκήνιο και να στηριχθώ στους βασικούς μου ηθοποιούς, την Jen και τον Tong, που έπαιζαν σαν μάρτυρες του «περάσματος» αυτού του ανώνυμου άντρα. Η ταινία δεν είναι για τον Μπούνμι αλλά μια δική μου ιδέα για τη μετενσάρκωση. Είναι φυσικό αυτή η ιδέα να ξεδιπλώνεται με σεβασμό μέσω του κινηματογράφου με τον οποίο μεγάλωσα. Ένας κινηματογράφος όμως που βυθίζεται ή και πεθαίνει. Για μια ακόμη φορά η φιγούρα του πατέρα μου μπήκε μες στην ταινία. Και ο ίδιος έπασχε από οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Για να καταλάβεις, όλος ο ιατρικός εξοπλισμός που υπάρχει στην κρεβατοκάμαρα του Θείου Μπούνμι, είναι μια προσομοίωση εκείνου που είχε ο πατέρας μου.
Για άλλη μια φορά επέλεξες να δουλέψεις με κανονικούς ηθοποιούς αλλά και με δυο ερασιτέχνες στους πρώτους ρόλους (του Θείου Μπούνμι και της Huay). Αλήθεια, με τι κριτήριο επέλεξες τους ηθοποιούς στην ταινία σου; Προέρχονται όλοι από τη βορειοανατολική Ταϊλάνδη;
Μόνο ο Tong δεν είναι από την περιοχή. Είναι ο μοναδικός, που δεν μιλάει τη βορειοανατολική διάλεκτο. Κατ’ εμέ, ο Μπούνμι είναι ανώνυμος. Άρα δεν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω επαγγελματία ηθοποιό, που έχει άλλη ταυτότητα, διαφορετική από την περιοχή. Πιστεύω ότι ο ερασιτεχνισμός είναι μοναδικός όταν στοχεύεις σε ένα ατόφιο αυθεντικό ερμηνευτικό στυλ. Έτσι, επιλέγω ανθρώπους από όλες τις τάξεις, όλα τα σκαλοπάτια της ζωής. Κατ’ αυτό τον τρόπο, κατέληξα σε έναν οξυγονοκολλητή και μια τραγουδίστρια για να παίξουν τον Μπούνμι και τη Huay.
Ωστόσο, ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται στις προηγούμενες ζωές του Θείου Μπούνμι, που ποτέ δεν εξηγούνται ή δεν περιγράφονται ποιες είναι.
Αρχικά, το σενάριο εξηγούσε καθαρά ποιες είναι και ποιες δεν είναι οι προηγούμενες ζωές. Αλλά στην ταινία αποφάσισα να σεβαστώ τη φαντασία του κοινού. Φυσικά, αφού την δει κάποιος μπορεί να πει ότι ο Μπούνμι είναι ο ταύρος ή η πριγκίπισσα. Μα για μένα θα μπορούσε να είναι ο κάθε ζωντανός οργανισμός που υπάρχει στην ταινία, τα ζωύφια, οι μέλισσες, ο στρατιώτης, το γατόψαρο και ούτω καθεξής. Θα μπορούσε ακόμη να είναι ο δικός του ο γιος  (Φάντασμα Πίθηκος) και η δική του η γυναίκα (Φάντασμα). Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ταινία μπορεί να μιλήσει για τη σχέση μεταξύ κινηματογράφου και μετενσάρκωσης. Ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος να δημιουργήσεις εναλλακτικούς κόσμους, άλλες ζωές.
Η κινηματογραφική σου γλώσσα στο Θείο Μπούνμι…σέβεται ένα συγκεκριμένο σινεμά, εκείνο της νεότητάς σου. Ποιο είδος κινηματογράφου έχεις στο μυαλό σου; Το Ταϊλανδικό;
Ήμουν ήδη αρκετά μεγάλος όταν πρόλαβα τα τηλεοπτικά σόου, που συνήθως γυρίζονταν σε 16άρι φιλμ. Πραγματοποιούνταν σε στούντιο με δυνατό φωτισμό. Οι πλοκές των ιστοριών τους ενέπνεαν τους ηθοποιούς να επαναλαμβάνουν μηχανικά τα λόγια τους. Τα τέρατα ήταν πάντα στο σκοτάδι ώστε να κρύβουν τα φτηνά χειροποίητα κουστούμια τους. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα φωτισμένα ώστε το κοινό να μπορεί να τα ξεχωρίζει. Το μόνο που έκανα για καιρό είναι να βλέπω τα παλιά θρίλερ τρόμου, όταν ήδη γύριζα ταινίες. Σκέφτομαι ακόμη ότι τα Ταϊλανδικά βιβλία κόμικ με έχουν επηρεάσει εξίσου. Οι πλοκές τους δεν ήταν ποτέ μπερδεμένες – τα φαντάσματα ήταν πάντοτε κομμάτι των περιοχών, όπου αναπτύσσονταν οι ιστορίες. Και νομίζω ότι είναι ακόμη έτσι στη σημερινή εποχή.
H ταινία κινείται σε διάφορα επίπεδα στον τόνο και το ύφος της, κάποιες φορές είναι περίπου κωμική και ειρωνική, άλλες φορές πολύ σοβαρή και με διάρκεια.
Αγαπώ τις ταινίες μου που λειτουργούν ως συνειδησιακό κύμα, που μπορούν να κινούνται από το ένα είδος στο άλλο. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να τονιστεί αυτή η ευελιξία όταν η ουσία της ταινίας μιλάει για τη μετενσάρκωση, για τα περιπλανώμενα πνεύματα.
Μιλάς για το ενδιαφέρον σου περί «ανταλλαγής των ψυχών». Αυτό σου έρχεται στο μυαλό ειδικά στις τελευταίες σκηνές της ταινίας. Συμβαίνει στην Jen και τον Tong;
Η συγκεκριμένη σκηνή επεμβαίνει στους χρόνους της ταινίας και τα σημεία αναφοράς της. Ελπίζω ότι στο τέλος το κοινό θα θελήσει να συμμετάσχει σε αυτή την ανταλλαγή.
Τα φαντάσματα και τα φανταστικά πλάσματα εμφανίζονται και στις πρώτες ταινίες σου όπως στο Tropical Malady. Όμως στο Θείο Μπούνμι… έχουν κεντρική θέση. Μπορείς να το σχολιάσεις αυτό;
Η ταινία επικεντρώνεται σε πεποιθήσεις που βασίζονται σε διάφορα παγκόσμια στοιχεία τα οποία είναι αληθινά κομμάτια των ζωών μας. Είμαι γοητευμένος από το γεγονός ότι καθώς γερνάμε οι αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων γίνονται πιο ζωηρές. Θεωρώ ότι η περιέργεια (και ίσως ο φόβος) για τα φαντάσματα και τους άλλους κόσμους, μας προκύπτει όταν είμαστε νεαροί ή όταν πρόκειται να πεθάνουμε.
Οι πρόσφατες δουλειές σου φέρονται να έχουν περισσότερη πολιτική κατεύθυνση. Σε αυτό βοηθά και η ακολουθία των ακίνητων στιγμών (φωτογραφιών) που υπάρχουν. Αυτή η ακολουθία είναι τόσο διαφορετική από κάθε τι άλλο στον Θείο Μπούνμι….
Θέλησα να βάλω τις μνήμες μου -για την κατασκευή αυτού του σχεδίου- στην ταινία όσο περισσότερο μπορούσα. Η ταινία είναι μέρος του Primitive Project, για το οποίο προσπάθησα να συλλέξω κάποιες μνήμες από τη βόρειο-ανατολική Ταϊλάνδη. Κατέληξα να εργάζομαι με εφήβους σε ένα χωριό, το οποίο έχει βίαιη πολιτική ιστορία. Αναπτύξαμε μια στενή σχέση και γράψαμε μαζί διάφορα σενάρια. Επίσης κάναμε τη μικρού μήκους ταινία Ένα γράμμα για τον Θείο Μπούνμι, χάρη στην οποία ψάξαμε όλο το χωριό ώστε να βρούμε το κατάλληλο σπίτι για τη μεγάλου μήκους. Για μένα, η εμπειρία στο χωριό αυτό έχει σίγουρα σχέση με την ύπαρξη του Θείου Μπούνμι. Είναι ένα μέρος όπου οι μνήμες υπάρχουν. Και θέλω να τις μεταδώσω σε ανθρώπους, που μπορούν και θυμούνται τα πάντα. Με την ακολουθία αυτών των στιγμών στην ταινία, οι μνήμες του Θείου Μπούνμι και οι δικές μου συνδέονται.
amafilms