24.11.10

Κυνόδοντας


Παρασκευή 26/11 Καρλόβασι

Σάββατο 27/11 και Κυριακή 28/11/2010 Βαθύ

Dogtooth


· Είδος: Κοινωνική
· Παραγωγής: 2009
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 22 Οκτωβρίου 2009
· Διάρκεια: 94'
· Διανομή: Feelgood Entertainment
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Χώρα προέλευσης: Ελλάδα
· Γλώσσα: Ελληνικά

·  Συντελεστές :

Γιώργος Λάνθιμος ....Σκηνοθέτης   

Μισέλ Βάλεϊ .....μητέρα 
Αγγελική Παπούλια ....μεγαλύτερη κόρη 
Μαίρη Τσώνη ....μικρότερη αδερφή 
Αννα Καλαϊτζίδου .... Χριστίνα
Αλέξανδρος Βούλγαρης .... εκπαιδευτής σκύλου 
Θύμιος Μπακατάκης ....Κινηματογραφιστής  
Κώστας Παπαδάκης ....Βοηθός Σκηνοθέτη  
Λέανδρος Δούνης ....Διευθυντής ήχου
Γιώργος Αλαχούζος ....Ειδικά Εφφέ
Γιώργος Λάνθιμος ....Σεναριογράφος  
Ευθύμης Φιλίππου ....Σεναριογράφος
Ο πατέρας, η μητέρα και τα τρία τους παιδιά ζουν σε μια μονοκατοικία έξω από την πόλη. Γύρω από το σπίτι υπάρχει ένας ψηλός φράχτης. Τα παιδιά δεν έχουν φύγει ποτέ από το σπίτι. Διαπαιδαγωγούνται, ψυχαγωγούνται έτσι όπως οι γονείς τους πιστεύουν ότι θα έπρεπε, χωρίς κανένα εξωτερικό ερέθισμα. Πιστεύουν ότι τα αεροπλάνα που πετάνε πάνω από το σπίτι είναι παιχνίδια και ότι τα ζόμπι είναι μικρά κίτρινα λουλούδια. Ο μόνος άνθρωπος που μπαίνει μέσα στο σπίτι είναι η Χριστίνα, που δουλέυει σαν φρουρός security στο εργοστάσιο του πατέρα. Ο πατέρας κανονίζει τις επισκέψεις της στο σπίτι με σκοπό να κατευνάζει τις σεξουαλικές ορμές του γιού. Όλη η οικογένεια, και ιδιαίτερα η μεγάλη κόρη, λατρεύει την Χριστίνα. Μια μέρα η Χριστίνα κάνει δώρο στην μεγάλη κόρη μια στέκα για τα μαλλιά ζητώντας της κάτι άλλο σε αντάλλαγμα.
Ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου του 2009 ό,τι η «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου του 1970. Είπατε σκηνοθέτες στην ομίχλη; Καθόλου. Επιτέλους η νέα ελληνική avant garde γυρίζει σελίδα και πορεύεται μπροστά.
Το 1962 ο άπιαστος Λουί Μπουνιουέλ υπογράφει τον Εξολοθρευτή άγγελο. Η αφήγηση εντελώς ρεαλιστική. Το περιεχόμενο εντελώς παράλογο. Μια χούφτα της οικονομικής ελίτ εσωκλείεται σε βίλα. Ουδείς τους σφράγισε εκεί.Μόνοι τους στη φάκα σαν τα ποντίκια. Η τάξη αυτή- έλεγε ο Μπουνιουέλ- πεθαίνει σε τάφο πολυτελείας.
Τι θέλω να πω; Ο καλλιτέχνης πορεύεται με το δικό του σύμπαν. Με γυρισμένη την πλάτη στη νατουραλιστική αναπαράσταση της κοινωνίας. Με το δικό του σύμπαν και ο Γιώργος Λάνθιμος. Ο παραλογισμός του, η εξήγηση του κοινωνικού μας βιώματος. Το «τρελό» που διαδραματίζεται στον «Κυνόδοντα» ερμηνεύει και τέμνει την καθημερινότητά μας. Συγκοινωνούντα δοχεία το «πραγματικό» με το «μυθιστορηματικό» του Λάνθιμου. Μόνο έτσι μπορεί να το δει και να το αξιολογήσει ο θεατής. Όχι ως κάτι αυτόνομο και ανεξάρτητο. Αλλά ως παράλληλο και συμπληρωματικό.
Οι γονείς φροντίζουν για την πλήρη απομόνωση των παιδιών τους. Ουδεμία επαφή με τον έξω κόσμο. Από εδώ αρχίζει το παράλογο της ιστορίας. Παράλογο εξωτερικά. Ερμηνευτικό εργαλείο εσωτερικά. Η απομόνωση συντελείται σε ένα αυστηρά αποστειρωμένο περιβάλλον. Εδώ με τον Μίκαελ Χάνεκε.Από εδώ και η μαύρη κωμωδία. Η συνειδητή εκτροπή των λέξεων καταλήγει στη μετάλλαξη των νοημάτων. «Τι είναι μουνί;», ρωτάει η κόρη. «Λάμπα», απαντάει η μαμά. Συμπέρασμα; Όταν σβήνει το μουνί, το δωμάτιο βυθίζεται στο σκοτάδι. Γελάτε; Για σκεφτείτε το. Όταν οι πολιτικοί ρητορεύουν για μια καλύτερη προοπτική, μεταλλάσσουν το αληθινό νόημα της «Αλλαγής».
Ο πατέρας διαπράττει το λάθος να προσκομίσει στην απομονωμένη του βίλα μια ξένη κοπέλα ώστε να βολευτεί ο κανακάρης του από τη σεξουαλική του ανησυχία. Πώς συνέβαινε με τους πατεράδες του ΄50 και του ΄60 που έσπρωχναν τα αγόρια τους στην Τρούμπα; Κάπως έτσι κι εδώ.
Πού παραπέμπουν όλα αυτά; Ο πολιτισμός μας, η καλοπέρασή μας είναι ο γυαλισμένος Μεσαίωνάς μας. Των παραμορφωμένων νοημάτων. Των διεστραμμένων σχέσεων. Των απαγορευμένων αισθημάτων. Όλα αποστειρωμένα. Όλα χωρίς συγκίνηση και καρδιά. Όλα αυτοματοποιημένα, προγραμματισμένα και καθαρά. Έξω κούκλα, μέσα πανούκλα. Προχωράμε όπισθεν ολοταχώς. Προσέξτε την αντίφαση. Οι γονείς (η εξουσία) με τη βία και την πορνογραφία. Τα παιδιά (οι υπήκοοι) στην απαγόρευση της γνώσης, πράγμα που τους σπρώχνει στον αυτισμό και την ανυπαρξία. Η απομόνωση και οι απαγορεύσεις καταλήγουν σε μια δικτατορία πολυτελείας. Κι αυτή με τη σειρά της προκαλεί αφασία και αιμομιξία.
Ο Λάνθιμος συνθέτει και πηγαινοέρχεται από το ένα στο άλλο επίπεδο σαν αίλουρος κατασκευαστής. Διατηρώντας συνεχώς και αδιαλείπτως το ίδιο αυστηρό ύφος. Από εδώ προκύπτει η αφασία. Από εδώ η ομοιομορφία. Από εδώ η υποταγή και η προγραμματισμένη μαζική κουλτούρα.Από εδώ όμως και η ανυπακοή, η αναρχία.
Το είπα και στην αρχή. Ο «Κυνόδοντας» με τον σουρεαλισμό του Μπουνιουέλ. Με το χειρουργικό νυστέρι του Χάνεκε. Με τον υπόγειο τρόμο ενός θρίλερ χωρίς σπλάτερ.
Τελειώνω με μια ευχή. Όπως και το νέο ελληνικό σινεμά, έτσι και ο θεατής. Να γυρίσει σελίδα, γιατί δεν πάει άλλο. Πεθαίνουμε από τη μούχλα!
Η βράβευση της ταινίας με το πρώτο βραβείο του τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα» από το Φεστιβάλ των Καννών είναι η σημαντικότερη που έχει δοθεί διεθνώς σε ελληνική ταινία από τη χρονιά που το «Μια αιωνιότητα και μια ημέρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα (1998).

κριτική από τον Δημήτρη Δανίκα (www.tanea.dolnet.gr)

18.11.10

Whatever Works


Παρασκευή 19/11/2010 Καρλόβασι

Σάββατο 20/11- Κυριακή 21/11/2010 Βαθύ


Κι Αν σου Κάτσει;


· Είδος: Κωμωδία
· Παραγωγής: 2009
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 19 Νοεμβρίου 2009
· Διάρκεια: 92'
· Διανομή: Audio Visual
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ
· Γλώσσα: Αγγλικά
 
· Συντελεστές :

Woody Allen ....Σκηνοθέτης   

Larry David ... Boris
Adam Brooks ... Boris' Friend
Lyle Kanouse ... Boris' Friend
Michael McKean ... Boris' Friend
Clifford Lee Dickson ... Boy on Street
Yolonda Ross ... Boy's Mother
Carolyn McCormick ... Jessica
Samantha Bee ... Chess Mother
Conleth Hill ... Brockman
Marcia DeBonis ... Lady at Chinese Restaurant
Willa Cuthrell-Tuttleman ... Chess Girl (as Willa Cuthrell Tuttleman)
Nicole Patrick ... Perry's Friend
Patricia Clarkson ... Marietta
Woody Allen ....Σεναριογράφος

O Κούντερα έχει πει ότι δε γελάμε όταν κάποιος γελοιοποιείται ή ταπεινώνεται, αλλά όταν τα πράγματα χάνουν τη φανερή σημασία τους και οι άνθρωποι αποκαλύπτονται διαφορετικοί από ό,τι οι ίδιοι νομίζουν ότι είναι. Αυτός θα μπορούσε να είναι και ο λόγος που το κωμικό στοιχείο στο Whatever Works, πέρα από τις γνωστές ατάκες, τον αυτοσαρκασμό και τα αστεία ανεκδοτολογικού χαρακτήρα δρα τόσο λυτρωτικά. Για τον ίδιο το σκηνοθέτη εξάλλου το κωμικό στοιχείο λειτουργούσε πάντα θεραπευτικά. Δεν είναι παρά μια στρατηγική αντιμετώπισης της τραγικής πλευράς της ζωής. Η μόνιμη αγωνία του ήρωα του να διαχειριστεί το συμπαντικό και συναισθηματικό χάος και η αμηχανία του απέναντι στις απροσδόκητες τροπές της ζωής τον οδηγούν στη γνωστή νευρωτική, σχεδόν αυτοκαταστροφική στάση για την οποία αυτοσαρκάζεται ανελέητα. Και αν η αίσθηση μιας μελαγχολικής ανασφάλειας ήταν συχνά το καταστάλαγμα των πρoηγούμενων ταινιών του, ο τελικός απολογισμός στο Whatever Works είναι κάτι παραπάνω από αισιόδοξος.
Ύστερα από μία πενταετή περιπλάνηση στην Ευρώπη ο Woody Allen επιστρέφει στη Νέα Υόρκη για να μας διηγηθεί μια ιστορία που φαντάζει να βγαίνει, όχι μόνο μέσα από τα συρτάρια του αλλά κι από ένα βιβλίο παραμυθιών. Βασισμένη σε ένα παλιό σενάριο που ο Allen είχε γράψει για τον ηθοποιό Zero Mostel και το οποίο δεν προχώρησε ποτέ λόγω του ξαφνικού θανάτου του ηθοποιού το 1977, η ταινία φαίνεται να κρατάει κάτι από το ύφος εκείνης της εποχής, εξελίσσεται όμως σε μια σύνθεση ευφυέστερη και ωριμότερη.
Αναζητώντας το εφικτό ή μια συνταγή για την ευτυχία ή Whatever works….
Ο Μπόρις (Λάρι Ντέιβιντ), ένας πανέξυπνος αλλά γκρινιάρης και μισάνθρωπος πρώην καθηγητής Πανεπιστημίου, γνωρίζει τυχαία τη νεαρή Μέλοντι (Ίβαν Ρέιτσελ Γουντ), που το έχει σκάσει από το Μισισιπί και τον παρακαλάει να τη φιλοξενήσει προσωρινά στη Νέα Υόρκη. Τελικά ο Μπόρις και η Μέλοντι παντρεύονται. Όταν όμως η Μαριέτα (Πατρίσια Κλάρκσον), η μητέρα της Μέλοντι, έρχεται να τους βρει στη Νέα Υόρκη, σοκάρεται από την επιλογή της κόρης της και προσπαθεί να της αλλάξει μυαλά. Στην ιδιόρρυθμη παρέα μπαίνει σύντομα και ο πατέρας της Μέλοντι, που διεκδικεί επίμονα την Μαριέτα παρότι την είχε απατήσει με την καλύτερή της φίλη. Καθώς οι ερωτικοί σύντροφοι επαναπροσδιορίζουν τις ανάγκες τους, όλοι θα αναγκαστούν να γίνουν πιο ευέλικτοι και ρεαλιστές. Γιατί στον έρωτα δεν υπάρχουν κανόνες και, όσο ασυνήθιστη κι αν είναι μια σχέση, αξίζει τον κόπο εφόσον σε βοηθά να τα βγάζεις πέρα.
Κι όμως, στα εβδομήντα και τέσσερα παρακαλώ. Ακμαίος, ευφυής, σύγχρονος, αστραφτερός. Ο Γούντι Άλεν ο μικροσκοπικός. Με μια από τις καλύτερες κομεντί που έχει υπογράψει μέχρι σήμερα. Ο αθεόφοβος είναι τρομερός. «Whatever works», δηλαδή «Κι αν σου κάτσει;» με ερωτηματικό. Λάθος. Τού ΄κατσε και μας έκατσε εντελώς. Το πιο έξυπνο γέλιο !
Ποταμιαία ευφυΐα. Ποταμιαίος μισάνθρωπος. Ποταμιαία κωμωδία. Ασταμάτητο από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Σαν πολυβόλο. Με ΙQ εντυπωσιακό. Και με σκανδάλη και σφαίρα όλο χαμόγελο ειρωνικό. Δεν το πίστευα. Ένας συνταξιούχος, καραφλός Εβραίος που περιφέρεται από καφενείο σε καφενείο στο Μανχάταν το γνωστό- κατεβάζει από την ταραγμένη και πανέξυπνη κούτρα του οτιδήποτε του έρθει και το εκτοξεύει εναντίον ανθρώπων, πολιτικών και αφασικών μυαλών. Ο πλήρης ορισμός του μισανθρωπισμού. Μια γκρίνια με σουρεαλιστικά επιχειρήματα χωρίς τελειωμό. Φανταστείτε ούτε γάτα δεν αντέχει στο διαμέρισμά του το φτωχό. Μόνος, έρημος και μονίμως επιθετικός. Σε ό,τι ανθρώπινο μπροστά του κυκλοφορεί. Για να βγάλει τα προς το ζειν, παραδίδει μαθήματα σκακιού σε μικρά παιδιά της γειτονιάς. Μόνο που δεν απλώνει χέρι να μετατρέψει το κεφάλι τους σε ταμπούρλο. Μικρά ζόμπι τα ανεβάζει, ανθρώπινα φυτά τα κατεβάζει. Ένας τύπος κουτσός. Μέσα και έξω. Ανάπηρος. Ολοσχερώς. Με βερμούδα και με φόντα επιστημονικά. Διότι, όπως λέει, θα μπορούσε να κερδίσει Νόμπελ Φυσικής με αντικείμενο την Κβαντομηχανική.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Αυτό που διακηρύσσει μονίμως. Ανεφάρμοστες οι τέλειες θεωρίες. Γιατί; Οι άνθρωποι είναι ατελείς. Ψέματα; «Σαν είδος αποτύχαμε». Η εσχατολογία και η ιδεολογική τρομοκρατία πάνε σύννεφο. Όλα τα σοβαρά διατυπωμένα ανάλαφρα και ανεκδοτολογικά. Αυτή η μέγιστη αρετή του κωμικού.
Ποια η σημασία αυτού του αστείου κλόουν που περιφέρεται κουτσαίνοντας σαν Ριχάρδος; Πρώτον, αυτοσαρκασμός. Ο ίδιος ο Γούντι Άλεν τα πιστεύει και τα υπογράφει όλα αυτά τα ακραία και αιρετικά. Δεύτερον, τα πιστεύει από τη μια, τα απορρίπτει από την άλλη. Πώς φαίνεται αυτό; Μα φυσικά από τη μορφολογία, την κατάσταση και την ποταμιαία εξυπνάδα ενός ανθρώπου που ζει τόσο μοναχικά. Ο μισανθρωπισμός του η ασπίδα της μοναξιάς του. Η συστηματική άρνησή του, το άσυλο της τρυφερής- στο βάθος- καρδιάς του. Η επιθετικότητά του, η άμυνά του. Το σακατεμένο πόδι του, η μαύρη ψυχή του. Κι όμως, τα δυσάρεστα και αντιπαθητικά προκύπτουν από μια δεύτερη ματιά. Αν ο θεατής επιθυμεί να δει λίγο πιο μακριά. Γιατί με την πρώτη, επιπόλαιη ματιά, θα πέσει κάτω από άφθονα χαχανητά. Είπαμε η κωμωδία είναι δράμα συν απόσταση και χρόνος!
Όμως «η μοίρα κάποια στιγμή σου χτυπάει την πόρτα». Έτσι ο Μπόρις Γιέλνικοφ (αυτό το όνομά του, κάτι μεταξύ Εβραίου και Ρώσου) μια μέρα, εντελώς τυχαία πέφτει πάνω σ΄ ένα άστεγο, κατάξανθο μικρό λουλούδι της Νέας Ορλεάνης. Εδώ ο Γούντι Άλεν συναντάει το «Χαμίνι» του Τσάρλι Τσάπλιν. «Οι πορείες μας διασταυρώθηκαν από την αστρονομική αλληλουχία των γεγονότων». Η Αστροφυσική και η Κβαντομηχανική με Ποίηση ερωτική.Το μόνο πράγμα που κέρδισε με το σπαθί της, ήταν κάποιο έπαθλο σε πασαρέλα ομορφιάς κάποιας μικροαστικής γειτονιάς. Αταίριαστοι αλλά στο βάθος ομοιοπαθείς. Αδέσποτοι. Μοναχικοί. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τα ετερόκλητα έλκονται. Εξωτερικά ιλιγγιώδης η διαφορά. Ηλικίας, μόρφωσης, ιδεολογίας, καταγωγής. Εσωτερικά φτυστοί.
Ε, και; Εκείνη τον εκλιπαρεί. Εκείνος υποκύπτει και τη φιλοξενεί. Έτσι σιγά σιγά ο ένας δίνει και γεμίζει του άλλου τη μοναχική ζωή. Έτσι παντρεμένοι χωρίς ντροπή. Ο Ριχάρδος, ο Σκρουτζ, ο μισάνθρωπος Αϊνστάιν με ελεύθερη καρδιά. Η πλήρης ανατροπή. Κι αυτή είναι μόνο η αρχή. Στο «αχούρι» των δυο ετερόκλητων πιτσουνιών εισβάλει η μάνα της Μελοντί . Θεούσα, συντηρητική και εγκαταλειμμένη από σύζυγο στην επαρχία τη μικρή. Πολιτιστικό σοκ. Μη βιάζεστε. Γιατί η Μαριέττα τα φτιάχνει με καλλιτέχνη κι εκείνος με τη σειρά του σε φίλο και γκαλερίστα τη σπρώχνει. Εντός ολίγων ημερών η Μαριέττα αναδεικνύεται σε φωτογράφο τρομερή. Με έκθεση παρακαλώ. Και όχι μόνο αυτό. Κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι και με τον καλλιτέχνη αλλά και με τον γκαλερίστα. Η γελοιογραφία του «Ζιλ και Τζιμ» του Φρανσουά Τριφό. Και το πιο μουρλό. Την ίδια στιγμή, αυτή η αχαλίνωτη σεξουλιάρα μαμά, δεν εγκαταλείπει την ιδεολογία της επαρχίας τη συντηρητική. Συνωμοτεί προκειμένου η κορούλα της ένα όμορφο αγόρι να βρει και σαν καλή κοπέλα να αποκατασταθεί. Η σχιζοφρένεια της εποχής. Αποτυπωμένη σ΄ αυτήν τη Μαριέττα την τρελή.
Χωρίς κανένα δισταγμό, υποκλίνομαι σ΄ αυτό το απροσμέτρητο, διαβολεμένο μυαλό. Οι ατάκες, η ανθολογία μιας ιδιοφυίας. Οι καταστάσεις, το αναποδογύρισμα δραμάτων υπαρξιακών. Οι ερμηνείες στις πεντάδες των επερχόμενων Όσκαρ. Χωρίς τον Γούντι Άλεν η Αμερική θα ήταν σκέτη πλαστική χειρουργική. Κι όμως, ελάχιστοι βλέπουν τις ταινίες του σ΄ αυτήν τη χώρα την παρανοϊκή.
Οι χαρακτήρες της ταινίας, όπως πάντα δημιουργήματα της φαντασίας του σκηνοθέτη, είναι αυτή τη φορά τόσο υπερβολικοί και εμφανώς πλαστοί που θυμίζουν καρτούν. Ειδικά ο κεντρικός ήρωας γύρω από τον οποίο κινείται η ταινία είναι ο πιο ακραίος χαρακτήρας του Woody Allen. Ο Boris , αν και εμφανίζεται ως το alter ego του δημιουργού του και θυμίζει έντονα τον κεντρικό ήρωα του Manhattan ή του Deconstructing Harry υπερβαίνει κατά οποιαδήποτε γνωστή persona στην οποία μας είχε συνηθίσει ο σκηνοθέτης στη σαραντάχρονη διαδρομή του. Κι αυτό οφείλεται όχι μόνο στην πρόθεση του τελευταίου, όταν τριάντα χρόνια πριν έπλαθε αυτό τον ήρωα, «να δημιουργήσει έναν αστείο χαρακτήρα που θα συνιστούσε την πεμπτουσία του μισανθρωπισμού», -μάλιστα η ταινία θα ονομαζόταν «The Worst Man in the World»- αλλά κυρίως στη φυσική παρουσία και το ύφος του ηθοποιού που ενσαρκώνει εδώ τον ήρωα του, του Larry David, κωμικού με μακρά θητεία στη stand-up comedy και πρωταγωνιστή της δημοφιλούς αμερικάνικης τηλεοπτικής σειράς «Curb your Enthusiasm».

Σε παραληρηματικό και ναρκισσιστικό μονόλογο, ο κεντρικός ήρωας αποκαλύπτει από την αρχή με ένα ιδιαίτερα καυστικό χιούμορ όχι μόνο την κοσμοθεωρία του-που λακωνικά συμπυκνώνεται στον τίτλο της ταινίας- αλλά και τις προθέσεις του ως μυθοπλαστικός χαρακτήρας. Μιλάει απευθείας στο κοινό και υιοθετώντας τεχνικές της stand up comedy εκθέτει όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα του: μισανθρωπισμός, μηδενισμός, μεγαλομανία αλλά και μια ευφυής ρητορική ικανότητα ηθικολογίας που αρέσκεται στον εμπαιγμό και την προσβολή του ακροατηρίου του, υπαρκτού ή φανταστικού. Ο λόγος του, χειμαρρώδης δε γνωρίζει ηθικoύς ή γλωσσικούς φραγμούς. Ο στρυφνός και δύσθυμος Boris, που δυσανασχετεί με τα πάντα και τελικά με την ίδια τη ζωή, θα μπορούσε να είναι ένας ακόμα ανασφαλής ήρωας του Allen, που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου.
Το τέλος του παραμυθιού βρίσκει τους ήρωες, απογυμνωμένους από την αρχική τους μεταμφίεση να έχουν βρει τελικά το ταίρι τους, αφού έχουν διανύσει μια διαδρομή αναθεωρήσεων μέσα από κωμικές ανατροπές και διαψεύσεις. Σε μια από τις πιο εξωστρεφείς σκηνές του ο Allen, πιο πραγματιστής και αισιόδοξος από ποτέ καταλήγει στο αιώνιο θέμα των σχέσεων και στον παντοδύναμο ρόλο της Τύχης: Μπορεί οι πιθανότητες να βρεθεί το άλλο μισό να είναι τόσο πολλές όσο μια διπλή απόπειρα αυτοκτονίας με αίσιο τέλος ή μια συνεύρεση ουρανοκατέβατη. Υπάρχει όμως και κάτι τόσο προφανές κι αληθινό, που ο σκηνοθέτης επιμένει να υπενθυμίζει στο κοινό του από την αρχή της ταινίας.
 Κι αυτό δεν είναι άλλο από την απελευθερωμένη από συμβάσεις αποδοχή και αξιοποίηση των εκάστοτε εφικτών, έστω και προσωρινών προσφορών της ζωής.
Είναι έντονη η αίσθηση της θεατρικότητας κυρίως λόγω της λιτότητας της κινηματογράφησης και γίνεται ακόμα πιο έντονη με τον Μπόρις να «συνδιαλέγεται» με το κοινό απ' το ξεκίνημα κιόλας του έργου. Διαφορετικές ηλικίες και αντιλήψεις περί θρησκείας, σεξουαλικών ταμπού και άλλων θεμάτων συναντιούνται στο φιλμ επιτρέποντας στον δημιουργό του να διατυπώσει την γνώμη του επάνω σε ποικίλα καθημερινά θέματα με τον γνώριμο και φυσικά πανέξυπνο, πνευματώδη και ξεκαρδιστικό τρόπο που μας έχει συνηθίσει. Μπορεί να μη συμφωνήσετε με το πλήθος των απόψεων του αλλά δεν μπορεί να μη λατρέψετε τον τρόπο με τον οποίο λέγονται, τόσο ανάλαφρο και τόσο, μα τόσο αστείο!

κριτικές από τους Καλλιόπη Πουτούρογλου (www.cinephilia.gr) και  Δημήτρη Δανίκα

9.11.10

Αστυνομία, Ταυτότητα

Παρασκευή 12/11 Καρλόβασι

Σάββατο 13/11 και Κυριακή 14/11 Βαθύ

Politist, adj.

Police, Adjective


· Είδος: Αστυνομική
· Παραγωγής: 2009
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 14 Iανουαρίου 2010
· Διάρκεια: 115'
· Διανομή: Nutopia Entertainment
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Χώρα προέλευσης: Ρουμανία
· Γλώσσα: Ρουμανικά

· Συντελεστές :

Corneliu Porumboiu ....Σκηνοθέτης   

Dragos Bucur ... Cristi
Vlad Ivanov ... Anghelache
Irina Saulescu ... Anca
Ion Stoica ... Nelu
Marian Ghenea ... Prosecutor
Cosmin Selesi ... Costi
George Remes ... Vali
Serban Georgevici ... Politist
Costi Dita ... Officer on Duty
Anca Diaconu ... Doina
Radu Costin ... Victor
Corneliu Porumboiu ....Σεναριογράφος

Ο ρουμάνικος κινηματογράφος εξακολουθεί να μας εκπλήσσει ευχάριστα, με ταινίες από νέους ταλαντούχους σκηνοθέτες που καταπιάνονται με τα σύγχρονα προβλήματα αλλά και το πρόσφατο παρελθόν της χώρας τους.
΄Ετσι, μετά την ταινία «Τέσσερις μήνες, τρεις βδομάδες και δύο μέρες» του Cristian Mungiu, μας έρχεται μια νέα έκπληξη, η ταινία «Αστυνομικός, επίθετο» , του 34χρονου σκηνοθέτη Corneliu Porumboiu (βραβείο στο «Ένα κάποιο βλέμμα» και βραβείο της Διεθνούς Κριτικής – Fiprersci – στο φεστιβάλ Κανών). Με τη λέξη «αστυνομικός» να χρησιμοποιείται για τον αστυνομικό ως άτομο, ενώ με τη λέξη «επίθετο» να εννοεί την κατάσταση -δηλαδή την αστυνομική- ενός κράτους, όπως εκείνη του καθεστώτος Τσαουσέσκου, έτσι που ο ελληνικός τίτλος «Αστυνομία, ταυτότητα» να παραποιεί πιστεύουμε την αρχική σημασία, σε μια ταινία όπου οι λέξεις έχουν μέγιστη σημασία.
Το φιλμ ξεκινά με την εικόνα ενός άντρα κι ενός αγοριού που περπατούν σε απόσταση ο ένας από τον άλλο στους δρόμους του Vaslui της Ρουμανίας .
Ο Cristi, ένας αστυνομικός, αρνείται να συλλάβει ένα νεαρό που πρόσφερε χασίς σε δύο συμμαθητές του στο Λύκειο, θεωρώντας ότι ο νόμος είναι υπερβολικά αυστηρός, θ’ αλλάξει σύντομα και, εν πάση περιπτώσει, δεν θέλει νάχει βάρος στη συνείδησή του την καταστροφή ενός νέου ανθρώπου. Για τον προϊστάμενό του όμως- τον ερμηνεύει ο Vlad Ivanov που είχε ερμηνεύσει τον ρόλο του υπευθύνου για την έκτρωση στην ταινία «Τέσσερις μήνες, τρεις βδομάδες, και δύο μέρες»- η λέξη συνείδηση έχει άλλο νόημα… Έτσι, χρησιμοποιώντας τόμους λεξικών, αρχίζει ένα μακάβριο παιχνίδι για να αποδείξει στον νεαρό αστυνομικό πως οι ορισμοί των λέξεων «νόμιμο» και «ηθικό» είναι το ίδιο. Το γράμμα του νόμου εκπροσωπείται από τον ιδρυματοποιημένο προϊστάμενο, ένα απολειφάδι της επαρχιώτικης έκφρασης του νόμου, συνεχιστή ενός σκληρού καθεστώτος. Κραδαίνει ένα λεξικό για να υπενθυμίσει την ορολογία, αγνοώντας την ουσία, σαν τα παλιά δικά μας «όργανα» που εκστόμιζαν καθαρευουσιάνικες μπούρδες προς επίρρωση της γενικότερης άγνοιάς τους. Λίγα λόγια, λίγες πράξεις, πολλή ρουτίνα, διαλεκτική που δίνεται σεναριακά με υπόγεια, χιουμοριστική ανατροπή.
 Πολλές φορές, άλλος είναι ο νόμος των οργανωμένων ανθρώπινων κοινωνιών και άλλος ο νόμος της συνείδησης, της ψυχής. Και πάνω σε αυτό το «συγκρουόμενο» δίλημμα παίζει  ο Porumboiu, ένα καφκικό παιχνίδι.
Μπορεί ο νόμος να κρίνει μέσα από φίλτρα ηθικής; Ο ρουμάνος σκηνοθέτης  αποπειράται μια ανάλυση του ερωτήματος και αντιπαραθέτει τα λογικά επιχειρήματα του προϊσταμένου με την καλοσύνη του ηθικού, διχασμένου αστυνομικού. Η σκηνή όπου οι δύο άνδρες «ξεσκονίζουν» τις σελίδες του λεξικού για να βρουν τις ακριβείς έννοιες λέξεων όπως «ηθική» και «νόμος», όχι απλώς απογειώνει την ταινία, αλλά είναι μια από τις πιο έξυπνες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στον κινηματογράφο. Η συζήτηση βέβαια σκοπό έχει να φέρει στην επιφάνεια τη σύγκρουση ανάμεσα στο νόμο και τις ανθρώπινες αξίες που στηρίζονται στην πραγματική δικαιοσύνη, που έχει να κάνει με την ίδια την ανθρώπινη συνείδηση.
Το «Police, Adjective» λειτουργεί και σε  καθολικότερο επίπεδο. Πραγματεύεται ζητήματα δικαιοσύνης, ζητήματα χρηστού και ανήθικου, ζητήματα νομικής ερμηνείας. Τυπική ή ουσιαστική ερμηνεία των νόμων; Και ποια από τις δύο θέλουμε να ακολουθούν οι αρχές κατά την εφαρμογή τους;
Μέσα στο φιλμ ο βασικός χαρακτήρας μοιράζεται δυο σκηνές με τη σύζυγό του, που φαινομενικά λειτουργούν ως κωμικά διαλείμματα. Στις σκηνές αυτές το ζεύγος ανταλλάσσει διαλόγους πάνω στον λεξιλογικό ορισμό λημμάτων και στην έννοια που αυτά λαμβάνουν κατά την εφαρμογή τους. Είναι εκεί που το βραδυφλεγές ταξίδι που έχει προηγηθεί φτάνει στον τελικό του προορισμό, όπου όλα ξαφνικά δείχνουν να αποκτούν νόημα.
Ο Porumboiu κατάφερε να φτιάξει μέσα από απλές, δοσμένες με ηθελημένα αργό ρυθμό, σκηνές, μια πολύ έξυπνη, δοσμένη με φαντασία και πρωτοτυπία, ταινία, στην οποία κυριαρχεί ένα σαρκαστικό, ανατρεπτικό, συχνά παράλογο, χιούμορ.
Το σινεμά του Porumboiu δεν είναι για όλους. Χαρακτηρίζεται από στατικά πλάνα από τα οποία απουσιάζει ως επί το πλείστον η εξωτερική δράση. Όσοι όμως προσαρμοστούν στους ρυθμούς του Ρουμάνου θα γίνουν μάρτυρες μιας ορθά δομημένης και συναρπαστικής κινηματογραφικής εμπειρίας .
κριτικές από τους Γιάννη Ζουμπουλάκη (www.tovima.dolnet.gr)  , Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο (www.lifo.gr) , Παύλο Κάγιο (www.tanea.dolnet.gr) και Νίνο Φενέκ Μικελίδη από το περιοδικό «Επτά».

3.11.10

Jar City

Παρασκευή 5/11/2010 Καρλόβασι
Σάββατο 06/11 και Κυριακή 07/11/2010 Bαθύ
    Jar City                                                                      

· Είδος: Μυστηρίου
· Παραγωγής: 2006
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 15 Μαϊου 2008
· Διάρκεια: 91'
· Διανομή: Nutopia Entertainment
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Χώρα προέλευσης:Ισλανδία
· Γλώσσα: Ισλανδικά

· Συντελεστές :

Baltasar Kormakur ....Σκηνοθέτης   

Kristbjörg Kjeld ... Katrín
Arnaldur Indridason ....Συγγραφέας 
Arnaldur Indridason ....Σεναριογράφος   
Baltasar Kormakur ....Σεναριογράφος   

Ένας ηλικιωμένος άντρας βρίσκεται δολοφονημένος στο υπόγειο διαμέρισμά του. Ο επιθεωρητής Έρλεντουρ και η ομάδα του, δεν έχουν σχεδόν καθόλου στοιχεία για να ξεκινήσουν την έρευνα, όμως μια φωτογραφία του τάφου ενός νεαρού κοριτσιού τους δίνει μια πρώτη ένδειξη. Ανακαλύπτουν ότι, πριν από πολλά χρόνια, το θύμα κατηγορήθηκε για φρικτά εγκλήματα, αλλά τελικά δεν καταδικάστηκε.Ο Έρλεντουρ ξανανοίγει την υπόθεση και ακολουθεί την αλληλουχία ασυνήθιστων εγκληματολογικών στοιχείων και μυστικών που αποκαλύπτονται και που είναι πολύ σημαντικότερα απ’ το φόνο ενός ηλικιωμένου άντρα, αφού υφαίνουν το νήμα της γενετικής καταγωγής μιας ολόκληρης χώρας. Παράλληλα, στο δωμάτιο ενός ισλανδικού νοσοκομείου, ένας καταρρακωμένος πατέρας νανουρίζει για τελευταία φορά, την νεκρή κόρη του, θύμα μιας σπάνιας γενετικής ασθένειας.Όταν αρχίζει να συνέρχεται, αρχίζει να κάνει έρευνες για τη γενετική ανωμαλία που σκότωσε την κόρη του.
Τι σχέση μπορεί να έχουν μεταξύ τους αυτοί οι δύο θάνατοι;
Ο Baltasar Kormakur κάνει εδώ μια πολύ ενδιαφέρουσα αστυνομική ταινία βασισμένη στη δημοφιλή νουβέλα του Arnaldur Indridason , "Tainted Blood". Και λέω πολύ ενδιαφέρουσα γιατί μόνο ως τέτοιο μπορώ να χαρακτηρίσω τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται και δένει την πλοκή του!

Η ιστορία τοποθετείται στην Ισλανδία. Και προειδοποιώ όσους αρκούνται και αρέσκονται αυστηρώς στην κατανάλωση του φτηνού Holywoodianου cinema να μην ξυνίσουν την μούρη τους, γιατί ίσως αυτή η ταινία είναι μια αφορμή να δουν σφαιρικότερα και βαθύτερα το θέμα κινηματογράφος, καθώς η ταινία σίγουρα δεν απευθύνεται μόνο στην ολιγομελή σινεφίλ κοινότητα!
Ένας φόνος ,λοιπόν,διαπράττεται σε μια αραιοκατοικημένη και ωχρή μικρή πόλη.Το θύμα γνωστό, ο θύτης άγνωστος. Το θύμα είναι ένας  από τους περιβόητους κακοποιούς της πόλης, που μαζί με μια μικρή συμμορία έχουν απασχολήσει παρατεταμένως την αστυνομία στο παρελθόν. Την υπόθεση αναλαμβάνει να εξιχνιάσει ένας αστυνομικός και για τον σκοπό αυτό καλείται να αναστήσει και να μελετήσει εκτενώς φαντάσματα του παρελθόντος. Τα ίδια φαντάσματα, από διαφορετική σκοπιά, σκαλίζει και ο πατέρας που έχει χάσει την κόρη του. Έτσι μπροστά από την οθόνη παρελαύνει ένας αριθμός προσώπων που όλα μαζί συνθέτουν τα κομμάτια αυτού του παζλ που θα αναδείξει αθώους και ενόχους.
Το θρίλερ του Κουρμακούρ αποτελεί εξαιρετικό δείγμα σινεμά «είδους», φιλτραρισμένο όμως με τα στοιχεία εκείνα, που το κάνουν να ξεχωρίζει από αντίστοιχες αμερικανικές δημιουργίες. Φωτογραφημένο με γκριζομπλέ χρώματα αναδεικνύοντας το ψυχρό ισλανδικό τοπίο, το φιλμ θυμίζει αρκετά το παρομοίου ύφους «Πορφυρά Ποτάμια» , μόνο που το «Jar City» είναι σαφώς πιο συγκρατημένο και προσγειωμένο στο έδαφος. Κι αυτό γιατί, αντί να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο της έκπληξης και του οπτικού εντυπωσιασμού, προτιμά να δίνει αβίαστα τα κομμάτια του παζλ, δίνοντας συνάμα έξτρα ενδιαφέρον στην ψυχολογία του πρωταγωνιστή του.

Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το θέμα είναι απλός, λιτός και μάλλον με την πρέπουσα μινιμαλιστικότητα. Άλλωστε αυτή η μινιμαλιστικότητα είναι που κρατάει και τον έλεγχο της ταινίας, καθώς με αυτή χειρίζεται δύσκολα θέματα όπως της εξελιγμένης γενετικής επιστήμης, ενός ευρύτατου δικτύου πληροφοριών κλπ, που σε άλλες περιπτώσεις θα μπορούσαν να ήταν τροφή για εξυπνακίστικα και υπερβολικά σχόλια. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος με τον οποίο ο Baltasar Kormakur χειρίζεται την αφήγηση. Η οποία επιτυγχάνει να μοιάζει φαινομενικά ακομμάτιαστη, ενώ στην πραγματικότητα διηγείται την ιστορία τόσο παράλληλα όσο και με διακυμάνσεις στη σκάλα του χρόνου.

Αισθητικά η ταινία έχει να επιδείξει και μια εξαιρετική φωτογραφία που μας παρέπεμψε στο αγαπημένο, και επίσης Σκανδιναβικό, Drabet του Per Fly. Τα μουντά χρώματα, η νεφώδης ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με τη σκοτεινή και νοσηρή ιστορία δίνει σε μεγάλο βαθμό την αίσθηση μιας πόλης που κανείς δεν θα ήθελε να κατοικεί, μιας ιστορίας που κανείς δεν θα ήθελε να ζήσει. Επιπροσθέτως, κάποια γενικά κινηματογραφικά πλάνα, που χρήζουν φωτογραφικής ευαισθησίας, είναι ικανά να μαγνητίσουν τα βλέμματα.

Τελικά η ταινία του Baltasar Kormakur απ' την Ισλανδία, με το μικρό budget, δίνει μαθήματα για τον τρόπο διαχείρισης του αστυνομικού είδους, το οποίο στις μέρες μας περιορίζεται σε μια υπερβολική μορφή στην προσπάθεια του να κερδίσει το παιχνίδι των εντυπώσεων.
κριτικές από τους Νώντα Μερμίγκη( www.myfilm.gr )και Γιώργο Ευθυμίου http://camerastyloonline.wordpress.com