18.11.10

Whatever Works


Παρασκευή 19/11/2010 Καρλόβασι

Σάββατο 20/11- Κυριακή 21/11/2010 Βαθύ


Κι Αν σου Κάτσει;


· Είδος: Κωμωδία
· Παραγωγής: 2009
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 19 Νοεμβρίου 2009
· Διάρκεια: 92'
· Διανομή: Audio Visual
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ
· Γλώσσα: Αγγλικά
 
· Συντελεστές :

Woody Allen ....Σκηνοθέτης   

Larry David ... Boris
Adam Brooks ... Boris' Friend
Lyle Kanouse ... Boris' Friend
Michael McKean ... Boris' Friend
Clifford Lee Dickson ... Boy on Street
Yolonda Ross ... Boy's Mother
Carolyn McCormick ... Jessica
Samantha Bee ... Chess Mother
Conleth Hill ... Brockman
Marcia DeBonis ... Lady at Chinese Restaurant
Willa Cuthrell-Tuttleman ... Chess Girl (as Willa Cuthrell Tuttleman)
Nicole Patrick ... Perry's Friend
Patricia Clarkson ... Marietta
Woody Allen ....Σεναριογράφος

O Κούντερα έχει πει ότι δε γελάμε όταν κάποιος γελοιοποιείται ή ταπεινώνεται, αλλά όταν τα πράγματα χάνουν τη φανερή σημασία τους και οι άνθρωποι αποκαλύπτονται διαφορετικοί από ό,τι οι ίδιοι νομίζουν ότι είναι. Αυτός θα μπορούσε να είναι και ο λόγος που το κωμικό στοιχείο στο Whatever Works, πέρα από τις γνωστές ατάκες, τον αυτοσαρκασμό και τα αστεία ανεκδοτολογικού χαρακτήρα δρα τόσο λυτρωτικά. Για τον ίδιο το σκηνοθέτη εξάλλου το κωμικό στοιχείο λειτουργούσε πάντα θεραπευτικά. Δεν είναι παρά μια στρατηγική αντιμετώπισης της τραγικής πλευράς της ζωής. Η μόνιμη αγωνία του ήρωα του να διαχειριστεί το συμπαντικό και συναισθηματικό χάος και η αμηχανία του απέναντι στις απροσδόκητες τροπές της ζωής τον οδηγούν στη γνωστή νευρωτική, σχεδόν αυτοκαταστροφική στάση για την οποία αυτοσαρκάζεται ανελέητα. Και αν η αίσθηση μιας μελαγχολικής ανασφάλειας ήταν συχνά το καταστάλαγμα των πρoηγούμενων ταινιών του, ο τελικός απολογισμός στο Whatever Works είναι κάτι παραπάνω από αισιόδοξος.
Ύστερα από μία πενταετή περιπλάνηση στην Ευρώπη ο Woody Allen επιστρέφει στη Νέα Υόρκη για να μας διηγηθεί μια ιστορία που φαντάζει να βγαίνει, όχι μόνο μέσα από τα συρτάρια του αλλά κι από ένα βιβλίο παραμυθιών. Βασισμένη σε ένα παλιό σενάριο που ο Allen είχε γράψει για τον ηθοποιό Zero Mostel και το οποίο δεν προχώρησε ποτέ λόγω του ξαφνικού θανάτου του ηθοποιού το 1977, η ταινία φαίνεται να κρατάει κάτι από το ύφος εκείνης της εποχής, εξελίσσεται όμως σε μια σύνθεση ευφυέστερη και ωριμότερη.
Αναζητώντας το εφικτό ή μια συνταγή για την ευτυχία ή Whatever works….
Ο Μπόρις (Λάρι Ντέιβιντ), ένας πανέξυπνος αλλά γκρινιάρης και μισάνθρωπος πρώην καθηγητής Πανεπιστημίου, γνωρίζει τυχαία τη νεαρή Μέλοντι (Ίβαν Ρέιτσελ Γουντ), που το έχει σκάσει από το Μισισιπί και τον παρακαλάει να τη φιλοξενήσει προσωρινά στη Νέα Υόρκη. Τελικά ο Μπόρις και η Μέλοντι παντρεύονται. Όταν όμως η Μαριέτα (Πατρίσια Κλάρκσον), η μητέρα της Μέλοντι, έρχεται να τους βρει στη Νέα Υόρκη, σοκάρεται από την επιλογή της κόρης της και προσπαθεί να της αλλάξει μυαλά. Στην ιδιόρρυθμη παρέα μπαίνει σύντομα και ο πατέρας της Μέλοντι, που διεκδικεί επίμονα την Μαριέτα παρότι την είχε απατήσει με την καλύτερή της φίλη. Καθώς οι ερωτικοί σύντροφοι επαναπροσδιορίζουν τις ανάγκες τους, όλοι θα αναγκαστούν να γίνουν πιο ευέλικτοι και ρεαλιστές. Γιατί στον έρωτα δεν υπάρχουν κανόνες και, όσο ασυνήθιστη κι αν είναι μια σχέση, αξίζει τον κόπο εφόσον σε βοηθά να τα βγάζεις πέρα.
Κι όμως, στα εβδομήντα και τέσσερα παρακαλώ. Ακμαίος, ευφυής, σύγχρονος, αστραφτερός. Ο Γούντι Άλεν ο μικροσκοπικός. Με μια από τις καλύτερες κομεντί που έχει υπογράψει μέχρι σήμερα. Ο αθεόφοβος είναι τρομερός. «Whatever works», δηλαδή «Κι αν σου κάτσει;» με ερωτηματικό. Λάθος. Τού ΄κατσε και μας έκατσε εντελώς. Το πιο έξυπνο γέλιο !
Ποταμιαία ευφυΐα. Ποταμιαίος μισάνθρωπος. Ποταμιαία κωμωδία. Ασταμάτητο από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Σαν πολυβόλο. Με ΙQ εντυπωσιακό. Και με σκανδάλη και σφαίρα όλο χαμόγελο ειρωνικό. Δεν το πίστευα. Ένας συνταξιούχος, καραφλός Εβραίος που περιφέρεται από καφενείο σε καφενείο στο Μανχάταν το γνωστό- κατεβάζει από την ταραγμένη και πανέξυπνη κούτρα του οτιδήποτε του έρθει και το εκτοξεύει εναντίον ανθρώπων, πολιτικών και αφασικών μυαλών. Ο πλήρης ορισμός του μισανθρωπισμού. Μια γκρίνια με σουρεαλιστικά επιχειρήματα χωρίς τελειωμό. Φανταστείτε ούτε γάτα δεν αντέχει στο διαμέρισμά του το φτωχό. Μόνος, έρημος και μονίμως επιθετικός. Σε ό,τι ανθρώπινο μπροστά του κυκλοφορεί. Για να βγάλει τα προς το ζειν, παραδίδει μαθήματα σκακιού σε μικρά παιδιά της γειτονιάς. Μόνο που δεν απλώνει χέρι να μετατρέψει το κεφάλι τους σε ταμπούρλο. Μικρά ζόμπι τα ανεβάζει, ανθρώπινα φυτά τα κατεβάζει. Ένας τύπος κουτσός. Μέσα και έξω. Ανάπηρος. Ολοσχερώς. Με βερμούδα και με φόντα επιστημονικά. Διότι, όπως λέει, θα μπορούσε να κερδίσει Νόμπελ Φυσικής με αντικείμενο την Κβαντομηχανική.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Αυτό που διακηρύσσει μονίμως. Ανεφάρμοστες οι τέλειες θεωρίες. Γιατί; Οι άνθρωποι είναι ατελείς. Ψέματα; «Σαν είδος αποτύχαμε». Η εσχατολογία και η ιδεολογική τρομοκρατία πάνε σύννεφο. Όλα τα σοβαρά διατυπωμένα ανάλαφρα και ανεκδοτολογικά. Αυτή η μέγιστη αρετή του κωμικού.
Ποια η σημασία αυτού του αστείου κλόουν που περιφέρεται κουτσαίνοντας σαν Ριχάρδος; Πρώτον, αυτοσαρκασμός. Ο ίδιος ο Γούντι Άλεν τα πιστεύει και τα υπογράφει όλα αυτά τα ακραία και αιρετικά. Δεύτερον, τα πιστεύει από τη μια, τα απορρίπτει από την άλλη. Πώς φαίνεται αυτό; Μα φυσικά από τη μορφολογία, την κατάσταση και την ποταμιαία εξυπνάδα ενός ανθρώπου που ζει τόσο μοναχικά. Ο μισανθρωπισμός του η ασπίδα της μοναξιάς του. Η συστηματική άρνησή του, το άσυλο της τρυφερής- στο βάθος- καρδιάς του. Η επιθετικότητά του, η άμυνά του. Το σακατεμένο πόδι του, η μαύρη ψυχή του. Κι όμως, τα δυσάρεστα και αντιπαθητικά προκύπτουν από μια δεύτερη ματιά. Αν ο θεατής επιθυμεί να δει λίγο πιο μακριά. Γιατί με την πρώτη, επιπόλαιη ματιά, θα πέσει κάτω από άφθονα χαχανητά. Είπαμε η κωμωδία είναι δράμα συν απόσταση και χρόνος!
Όμως «η μοίρα κάποια στιγμή σου χτυπάει την πόρτα». Έτσι ο Μπόρις Γιέλνικοφ (αυτό το όνομά του, κάτι μεταξύ Εβραίου και Ρώσου) μια μέρα, εντελώς τυχαία πέφτει πάνω σ΄ ένα άστεγο, κατάξανθο μικρό λουλούδι της Νέας Ορλεάνης. Εδώ ο Γούντι Άλεν συναντάει το «Χαμίνι» του Τσάρλι Τσάπλιν. «Οι πορείες μας διασταυρώθηκαν από την αστρονομική αλληλουχία των γεγονότων». Η Αστροφυσική και η Κβαντομηχανική με Ποίηση ερωτική.Το μόνο πράγμα που κέρδισε με το σπαθί της, ήταν κάποιο έπαθλο σε πασαρέλα ομορφιάς κάποιας μικροαστικής γειτονιάς. Αταίριαστοι αλλά στο βάθος ομοιοπαθείς. Αδέσποτοι. Μοναχικοί. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τα ετερόκλητα έλκονται. Εξωτερικά ιλιγγιώδης η διαφορά. Ηλικίας, μόρφωσης, ιδεολογίας, καταγωγής. Εσωτερικά φτυστοί.
Ε, και; Εκείνη τον εκλιπαρεί. Εκείνος υποκύπτει και τη φιλοξενεί. Έτσι σιγά σιγά ο ένας δίνει και γεμίζει του άλλου τη μοναχική ζωή. Έτσι παντρεμένοι χωρίς ντροπή. Ο Ριχάρδος, ο Σκρουτζ, ο μισάνθρωπος Αϊνστάιν με ελεύθερη καρδιά. Η πλήρης ανατροπή. Κι αυτή είναι μόνο η αρχή. Στο «αχούρι» των δυο ετερόκλητων πιτσουνιών εισβάλει η μάνα της Μελοντί . Θεούσα, συντηρητική και εγκαταλειμμένη από σύζυγο στην επαρχία τη μικρή. Πολιτιστικό σοκ. Μη βιάζεστε. Γιατί η Μαριέττα τα φτιάχνει με καλλιτέχνη κι εκείνος με τη σειρά του σε φίλο και γκαλερίστα τη σπρώχνει. Εντός ολίγων ημερών η Μαριέττα αναδεικνύεται σε φωτογράφο τρομερή. Με έκθεση παρακαλώ. Και όχι μόνο αυτό. Κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι και με τον καλλιτέχνη αλλά και με τον γκαλερίστα. Η γελοιογραφία του «Ζιλ και Τζιμ» του Φρανσουά Τριφό. Και το πιο μουρλό. Την ίδια στιγμή, αυτή η αχαλίνωτη σεξουλιάρα μαμά, δεν εγκαταλείπει την ιδεολογία της επαρχίας τη συντηρητική. Συνωμοτεί προκειμένου η κορούλα της ένα όμορφο αγόρι να βρει και σαν καλή κοπέλα να αποκατασταθεί. Η σχιζοφρένεια της εποχής. Αποτυπωμένη σ΄ αυτήν τη Μαριέττα την τρελή.
Χωρίς κανένα δισταγμό, υποκλίνομαι σ΄ αυτό το απροσμέτρητο, διαβολεμένο μυαλό. Οι ατάκες, η ανθολογία μιας ιδιοφυίας. Οι καταστάσεις, το αναποδογύρισμα δραμάτων υπαρξιακών. Οι ερμηνείες στις πεντάδες των επερχόμενων Όσκαρ. Χωρίς τον Γούντι Άλεν η Αμερική θα ήταν σκέτη πλαστική χειρουργική. Κι όμως, ελάχιστοι βλέπουν τις ταινίες του σ΄ αυτήν τη χώρα την παρανοϊκή.
Οι χαρακτήρες της ταινίας, όπως πάντα δημιουργήματα της φαντασίας του σκηνοθέτη, είναι αυτή τη φορά τόσο υπερβολικοί και εμφανώς πλαστοί που θυμίζουν καρτούν. Ειδικά ο κεντρικός ήρωας γύρω από τον οποίο κινείται η ταινία είναι ο πιο ακραίος χαρακτήρας του Woody Allen. Ο Boris , αν και εμφανίζεται ως το alter ego του δημιουργού του και θυμίζει έντονα τον κεντρικό ήρωα του Manhattan ή του Deconstructing Harry υπερβαίνει κατά οποιαδήποτε γνωστή persona στην οποία μας είχε συνηθίσει ο σκηνοθέτης στη σαραντάχρονη διαδρομή του. Κι αυτό οφείλεται όχι μόνο στην πρόθεση του τελευταίου, όταν τριάντα χρόνια πριν έπλαθε αυτό τον ήρωα, «να δημιουργήσει έναν αστείο χαρακτήρα που θα συνιστούσε την πεμπτουσία του μισανθρωπισμού», -μάλιστα η ταινία θα ονομαζόταν «The Worst Man in the World»- αλλά κυρίως στη φυσική παρουσία και το ύφος του ηθοποιού που ενσαρκώνει εδώ τον ήρωα του, του Larry David, κωμικού με μακρά θητεία στη stand-up comedy και πρωταγωνιστή της δημοφιλούς αμερικάνικης τηλεοπτικής σειράς «Curb your Enthusiasm».

Σε παραληρηματικό και ναρκισσιστικό μονόλογο, ο κεντρικός ήρωας αποκαλύπτει από την αρχή με ένα ιδιαίτερα καυστικό χιούμορ όχι μόνο την κοσμοθεωρία του-που λακωνικά συμπυκνώνεται στον τίτλο της ταινίας- αλλά και τις προθέσεις του ως μυθοπλαστικός χαρακτήρας. Μιλάει απευθείας στο κοινό και υιοθετώντας τεχνικές της stand up comedy εκθέτει όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα του: μισανθρωπισμός, μηδενισμός, μεγαλομανία αλλά και μια ευφυής ρητορική ικανότητα ηθικολογίας που αρέσκεται στον εμπαιγμό και την προσβολή του ακροατηρίου του, υπαρκτού ή φανταστικού. Ο λόγος του, χειμαρρώδης δε γνωρίζει ηθικoύς ή γλωσσικούς φραγμούς. Ο στρυφνός και δύσθυμος Boris, που δυσανασχετεί με τα πάντα και τελικά με την ίδια τη ζωή, θα μπορούσε να είναι ένας ακόμα ανασφαλής ήρωας του Allen, που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου.
Το τέλος του παραμυθιού βρίσκει τους ήρωες, απογυμνωμένους από την αρχική τους μεταμφίεση να έχουν βρει τελικά το ταίρι τους, αφού έχουν διανύσει μια διαδρομή αναθεωρήσεων μέσα από κωμικές ανατροπές και διαψεύσεις. Σε μια από τις πιο εξωστρεφείς σκηνές του ο Allen, πιο πραγματιστής και αισιόδοξος από ποτέ καταλήγει στο αιώνιο θέμα των σχέσεων και στον παντοδύναμο ρόλο της Τύχης: Μπορεί οι πιθανότητες να βρεθεί το άλλο μισό να είναι τόσο πολλές όσο μια διπλή απόπειρα αυτοκτονίας με αίσιο τέλος ή μια συνεύρεση ουρανοκατέβατη. Υπάρχει όμως και κάτι τόσο προφανές κι αληθινό, που ο σκηνοθέτης επιμένει να υπενθυμίζει στο κοινό του από την αρχή της ταινίας.
 Κι αυτό δεν είναι άλλο από την απελευθερωμένη από συμβάσεις αποδοχή και αξιοποίηση των εκάστοτε εφικτών, έστω και προσωρινών προσφορών της ζωής.
Είναι έντονη η αίσθηση της θεατρικότητας κυρίως λόγω της λιτότητας της κινηματογράφησης και γίνεται ακόμα πιο έντονη με τον Μπόρις να «συνδιαλέγεται» με το κοινό απ' το ξεκίνημα κιόλας του έργου. Διαφορετικές ηλικίες και αντιλήψεις περί θρησκείας, σεξουαλικών ταμπού και άλλων θεμάτων συναντιούνται στο φιλμ επιτρέποντας στον δημιουργό του να διατυπώσει την γνώμη του επάνω σε ποικίλα καθημερινά θέματα με τον γνώριμο και φυσικά πανέξυπνο, πνευματώδη και ξεκαρδιστικό τρόπο που μας έχει συνηθίσει. Μπορεί να μη συμφωνήσετε με το πλήθος των απόψεων του αλλά δεν μπορεί να μη λατρέψετε τον τρόπο με τον οποίο λέγονται, τόσο ανάλαφρο και τόσο, μα τόσο αστείο!

κριτικές από τους Καλλιόπη Πουτούρογλου (www.cinephilia.gr) και  Δημήτρη Δανίκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου