23.3.11

Μια Φορά

Παρασκευή 25/3 Καρλόβασι

Σάββατο 26/03-Κυριακή 27/03/2011 Σάμος

Once 


· Είδος: Δραματική
· Παραγωγής: 2006
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 24 Iανουαρίου 2008
· Διάρκεια: 85'
· Διανομή: Odeon
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Χώρα προέλευσης: Μ.Βρετανία
· Γλώσσα: Αγγλικά


· Συντελεστές :

John Carney ....Σκηνοθέτης   

Hugh Walsh ... Timmy Drummer
Gerard Hendrick ... Lead Guitarist
Alaistair Foley ... Bassist
Bill Hodnett ... Guy's Dad
Danuse Ktrestova ... Girl's Mother
Darren Healy ... Heroin Addict
Kate Haugh ... Baby
Senan Haugh ... Husband
  Μπορεί να ακούγεται κλισέ αλλά μερικές φορές η απλότητα είναι το πιο σπουδαίο πράγμα. Το Once αποδεικνύει περίτρανα πως ένα πιάνο, μία κιθάρα, δύο ερασιτέχνες ηθοποιοί αλλά ταλαντούχοι μουσικοί, έμπνευση και κυρίως μια καρδιά στη σωστή θέση αρκούν για να κάνεις την έκπληξη. Όλα αυτά θα μπορούσαν να διδάξουν πολλά σε αρκετούς μεμψίμοιρους Έλληνες κινηματογραφιστές αν μπορούσαν να δουν πέρα από τη μύτη τους.
Ένας Ιρλανδός μουσικός του δρόμου και μια Τσέχα μετανάστρια με ταλέντο στο πιάνο συναντιούνται στο Δουβλίνο με αφορμή το κοινό τους πάθος και περνούν μαζί μια εβδομάδα συνθέτοντας τραγούδια. Κι αν είναι μιούζικαλ μην το φοβάστε...
  Ο John Carney έφτιαξε ένα εναλλακτικό μιούζικαλ, όπου τα τραγούδια είναι μέρος της δράσης και εκφράζουν αφοπλιστικά μέσα από τη διαδικασία δημιουργίας τους από τους δύο ήρωες όσα εκείνοι διστάζουν να ξεστομίσουν. Κι αν νομίζετε ότι η ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν Ιρλανδό και μια νεαρή, ανύπαντρη μητέρα από την Τσεχία δε μπορεί να απογειωθεί από τη δουβλινέζικη μιζέρια που την περιτριγυρίζει, γελιέστε. Η χημεία των δύο πρωταγωνιστών, συνθετών και ερμηνευτών της μουσικής Glen Hansard (των The Frames) και Markéta Irglová κάνει θαύματα και διόλου τυχαία τους οδήγησε σε ειδύλλιο και εκτός αιθούσης. Οι υπόλοιποι ας αρκεστούμε σε ένα ιδανικό first date movie για όσους προτιμούν την ρομαντζάδα τους προσγειωμένη στην πραγματικότητα, μακριά από την glossy αφέλεια του Χόλιγουντ που κινδυνεύει να ξεπαστρέψει τους διαβητικούς με υπερβολικές δόσεις ζάχαρης.
     Το Once μετά την βράβευσή του τελικά ,στην κατηγορία καλύτερου τραγουδιού για το 'Falling Slowly', φτάνει αθόρυβα στις ελληνικές αίθουσες. Ό,τι ακριβώς δεν αξίζει σ΄αυτό το τόσο ιδιαίτερο και χειμαρρώδες ιρλανδικό φιλμ. Η ιστορία ενός πληγωμένου άνδρα και μίας μετανάστριας πλημυρίζει από ξεχωριστές μελωδίες αγάπης και πόνου, έτοιμες να κατακτήσουν την ψυχή όποιου έχει την τύχη να τις ακούσει. Λιτό κι απέριττο, δείχνοντας περίτεχνα ερασιτεχνικό και γυρισμένο με ψηφιακή κάμερα, το Once διαθέτει χάρες που πολλές στομφώδεις παραγωγές ιδροκοπούν μάταια να έχουν. Η αυθεντικότητα είναι σαφώς η πρώτη, αφού οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών θαρρείς πως κουβαλούν καντάρια βιωμάτων, φυσιολογικά συνεπικουρούμενες από ένα λατρεμένο soundtrack που αποτελεί το δεύτερο σπουδαίο ατού της ταινίας. Ενώ όμως το 'Μία Φορά' μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί και μουσικό φιλμ, η έμφαση στους ήχους δε φιμώνει χαρακτήρες και διαλόγους μέσα από ένα τυπικό σενάριο αλλά αντιθέτως τους αναδεικνύει απογειώνοντας το τελικό αποτέλεσμα.

   Τίποτε το επιτηδευμένο δεν υπάρχει σε αυτή την ταινία.Η απλότητα με την οποία παρουσιάζονται οι δυο ήρωες ερμηνευμένοι με αξιοπρέπεια απο τους μουσικούς Glen Hansard και Marketa Irglova μας κάνει να τους συμπαθήσουμε, να τους νιώσουμε. Ιδιαίτερα η σκηνή με τον Hansard να μαθαίνει στην Irglova το Falling slowly σε ένα music shop αποτελεί μια από τις πιο ωραίες σκηνές της ταινίας.
Η Marketa Irglova βγάζει έξω μια αθωότητα και μια διστακτικότητα που θα ζήλευαν πολλές επαγγελματίες που αλλάζουν μακιγιάζ και αμφίεση σε ρομαντικές κομεντί, δράματα κτλ. Ο Glen Hansard έχει μια από τις εκφραστικότερες φυσιογνωμίες που έκαναν το ντεμπούτο τους στην οθονη τα τελευταία χρόνια. Προσέξτε τον τρόπο που κοιτάζει τη συμπρωταγωνίστρια του σε μια σκηνή που εκείνη παίζει πιάνο υπό χαμηλό φωτισμό...η χημεία μεταξύ τους αφηρημένα άψογη σαν πίνακας του Boccioni. Δεν ξέρω τι κάνουν στη ζωή τους, αλλά από αυτό που είδα θα ορκιζόμουν πως ειναι ζευγάρι!

 Η ταινία πήρε το όσκαρ τραγουδιού για το Falling Slowly που ακούγεται 2 φορές στο φιλμ σε καίριες στιγμές για την εξέλιξη του μύθου. Προσωπικά θα προτιμούσαμε ίσως το When Your Mind ‘s Made Up στη θέση του, αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι το Falling Slowly είναι η καλύτερη επιλογή του θείου Όσκαρ από τότε που το έδωσε στον Bob Dylan για το Things Have Changed .
 Μια απλή ιστορία, με ωραία μουσική, όμορφες, απλές σκηνές, ανάμεσά τους και ένα μεγάλης διάρκειας εξαιρετικό τράβελινγκ της κοπέλας που βγαίνει με τη ρόμπα της στο δρόμο για ν' αγοράσει μπαταρίες και να μπορέσει να ηχογραφήσει τα λόγια των τραγουδιών. Μια ταινία που σε κατακτά με την απλότητα, το ρυθμό, την ανθρωπιά αλλά και το νόημά της.
κριτικές από τους Νεκτάριο Σάκκα (www.cinemanews.gr) ,  Θανάση Πατσαβό (www.mixtape.gr ) , Νίνο Φενέκ Μικελίδη( www.enet.gr) και τους Γιώργο Ντούνη και Γιάννη Βασιλείου (www.cine.gr).

16.3.11

Το μωρό της Καμπούλ

Παρασκευή 18/3 Καρλόβασι

Σάββατο 19/03-Κυριακή 20/03/2011 Σάμος

Kabuli Kid

L`Enfant de Kaboul
 
 

· Είδος: Κοινωνική
· Παραγωγής: 2008
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 10 Σεπτεμβρίου 2009
· Διάρκεια: 97'
· Διανομή: PCV
· Χρώμα: Έγχρωμο
· Χώρα προέλευσης: Αφγανιστάν
· Γλώσσα: Περσικά
·
· Συντελεστές :

Barmak Akram ....Σκηνοθέτης 


Hadji Gul ... Khaled
Valéry Schatz ... Mathieu
Amélie Glenn ... Marie
Helena Alam ... Femme de Khaled
Messi Gul ... Bébé abandonné
Saleha Khan Gul ... Fille de Khaled
Rohina Gul ... Fille de Khaled
Mariam Hakimi ... Fille de Khaled
Barmak Akram ....Σεναριογράφος
   Καμπούλ σήμερα. Η πόλη πασχίζει να συνέλθει μετά από 25 χρόνια πολέμου. Στο ταξί του Khaled μπαίνει μια γυναίκα με το μωρό της. Το πρόσωπό της είναι κρυμμένο πίσω από τη μπούργκα. Παζαρεύουν την τιμή, τα βρίσκουν, φτάνουν στον προορισμό της, πληρώνει, φεύγει. Ο επόμενος πελάτης, βρίσκει στο πίσω κάθισμα το μωρό, παρατημένο.
 Ανατρεπτική σατιρική κωμωδία γύρω από τις προσπάθειες ενός ταξιτζή να δεί τι θα κάνει με το μωρό που μια γυναίκα εγκαταλείπει στο πίσω κάθισμα του ταξί του.Παρατάει ο Κάλεντ το ταξί και τρέχει να την προλάβει, με το μωρό στα χέρια. Εκείνη έχει χαθεί ανάμεσα στο πλήθος και στις μπουργκοφόρες συμπατριώτισσές της. Μένει σύξυλος μ’ ένα αρσενικό μωράκι έξι μηνών. Ρωτά φίλους και γνωστούς τι πρέπει να κάνει. Πηγαίνει πίσω στο σημείο απ’ όπου την παρέλαβε. Μάταια. Πηγαίνει στην Αστυνομία, σε Ιδρύματα, στα τηλεοπτικά κανάλια. Μάταια. Η μάνα είναι εξαφανισμένη, κι αυτός, ένας μεροκαματιάρης ταξιτζής με γυναίκα και τρεις κόρες, νιώθει υπεύθυνος για αυτό το εξάμηνο αγοράκι.
  Παντρεμένος με τη χήρα του αδελφού του και θέλοντας να αποκτήσει δικό του παιδί, αρχίζει να σκέφτεται πως το καλύτερο είναι να το υιοθετήσει ο ίδιος. Ο έρημος μετά τις τρεις δικές του κόρες αποκτά επιτέλους κι ένα αρσενικό, έστω και ξένο!
  Ο σκηνοθέτης τοποθετεί την ιστορία του στη μετά την αμερικανική εισβολή Καμπούλ, που του δίνει την ευκαιρία να κάνει και ένα σχόλιο πάνω στην κοινωνική κατάσταση της χώρας, ιδιαίτερα της Καμπούλ, που, πέρα από τα διάφορα καθημερινά τραγικά επεισόδια, αντιμετωπίζει διάφορα κοινωνικά προβλήματα και αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δούμε τη ζωή σε μια χώρα που κατασπαράσσεται από τις επεμβάσεις των ισχυρών αυτής της Γης. 
  Μια αλληγορία για το σύγχρονο Αφγανιστάν και το ρευστό μέλλον του μέσα από το πρίσμα της παράδοσης και των ηθικών αξιών. Δανείζεται στοιχεία από τον ιρανικό κινηματογράφο και  δεν βάζει το μωρό να εκλιπαρεί για συμπάθεια, ή τον ταξιτζή να κλαίει από πόνο και μιζέρια. Η σκηνή με τη γυναίκα του ταξιτζή και την ανήλικη μάνα του μωρού είναι η καλύτερη, μια σπουδή στη βουβή κατανόηση των δυο κατώτερων πολιτών μέσα από παρατήρηση κινηματογραφικής οικονομίας. Εκτός αυτών, η περιήγηση στο χάος της Καμπούλ είναι αναγκαστικά ένα αντιτουριστικό travelogue με δραματικά στοιχεία και πολλές παρατηρήσεις για την καθημερινότητα.
 Δυνατή και ρεαλιστική απεικόνηση της σύγχρονης καθημερινότητας της μεγαλούπολης του Αφγανιστάν. Η ζωή, η μεταπολεμική δυστυχία, οι τριτοκοσμικές συνθήκες επιβίωσης, η άναρχη ανοικοδόμηση , αποτυπώνονται σε κάθε καρέ αυτής της γλυκόπικρης ταινίας με το αισιόδοξο φινάλε. Μια "μαύρη" ντραμεντί, όπως έκαναν οι Ιταλοί στα τέλη της δεκαετίας του '40 και '50. Γιατί ο νεορεαλισμός φυτρώνει την ρίζα του εκεί που ...τελειώνει ο πόλεμος ! Και το ταλαιπωρημένο Αφγανιστάν, έχει υποστεί τα πάνδεινα από τους εξωτερικούς εχθρούς (Σοβιετική Ένωση, Πακιστάν, ΗΠΑ) αλλά και από τους φονταμελιστές Ταλιμπάν. Η ζωή όμως συνεχίζεται όσο υπάρχουν άνθρωποι. Η ζωή δεν τελειώνει ούτε με τον χειρότερο εφιάλτη του ανθρώπου. Έτσι σε συμβολικό επίπεδο ο σκηνοθέτης μέσα από την ιστορία του μωρού, μας αφηγείται υπονοώντας σε δεύτερο επίπεδο την ίδια του την χώρα, ελεύθερη πλέον αλλά ανήμπορη να τα βγάλει πέρα χωρίς στήριξη. Μάλιστα η ΜΚΟ θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ο ΟΗΕ, κι όταν κανείς δεν θέλει στην πράξη παρά τα μεγάλα λόγια, να συντηρήσει το εγκαταλειμένο μωρό, η μόνη φιλανθρωπική κίνηση που απομένει είναι υλικής μορφής (η αμοιβή στη μητέρα του μωρού).
 Συνοπτικά ένα φιλμ ανθρώπινο κι αυθεντικό. Αποφεύγει τα δακρύβρεχτα μελοδραματικά κλισέ και τον στομφώδη λαϊκισμό χωρίς να χάνει σπιθαμή από συγκίνηση. Μπορεί να σκέφτεστε με "μαύρη καρδιά" ότι είναι ταινία προέλευσης "τριτοκοσμικής και φτωχής", όμως θα σας ανταμείψει με τον πλούτο συναισθημάτων και αισιοδοξίας για τη ζωή. Χωρίς διδακτικό ύφος επιβάλλει τον ουμανιστικό του χαρακτήρα από την προσωπική ιστορία των ηρώων, με εκλαϊκευμένο τρόπο αλλά και βαθύτερους συμβολισμούς.
  Η σκηνοθεσία διαπνέεται από έμπνευση, στιβαρότητα καθώς και έξυπνα ευρήματα, ώστε το τριήμερο στο οποίο διαδραματίζεται συνοπτικά η μιάμισης ώρα ταινία να μην κάνει κοιλιά ούτε λεπτό. Πολύ τρυφερή στιγμή, και χαρακτηριστική του κλίματος αποτελεί η σκηνή του μπιμπερό "κατασκευής  Καμπούλ" …...
κριτικές από τους Παύλο Κάγιο (www.tanea.dolnet.gr) , τον Νίνο Φενέκ Μικελίδη( www.enet.gr) ,τον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο (www.lifo.gr) και τον Δημήτρη Παπαμίχο (www.myfilm.gr).

10.3.11

City of Life and Death

Παρασκευή 11/3 Καρλόβασι

Σάββατο 12/03-Κυριακή 13/03/2011 Βαθύ

Nanjing! Nanjing!
Η Πόλη της Ζωής και του Θανάτου

· Είδος: Πολεμική
· Παραγωγής: 2009
· Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 28 Iανουαρίου 2010
· Διάρκεια: 132'
· Διανομή: Nutopia Entertainment
· Χρώμα: Ασπρόμαυρο
· Χώρα προέλευσης: Κίνα
· Γλώσσα: Μανδαρινικά


· Συντελεστές :

Chuan Lu ....Σκηνοθέτης   


Ye Liu ... Lu Jianxiong
Yuanyuan Gao ... Miss Jiang
Hideo Nakaizumi ... Kadokawa
Wei Fan ... Mr. Tang
Yiyan Jiang ... Xiao Jiang
Ryu Kohata ... Ida
Bin Liu ... Xiaodouzi
Beverly Peckous ... Minnie Vautrin
Lan Qin ... Mrs. Tang
Sam Voutas ... Durdin (as You Sima)
Di Yao ... Tang Xiaomei
Yisui Zhao ... Shunzi
Chuan Lu ....Σεναριογράφος

  Ακόμα και μετά από 70 χρόνια, η σφαγή στην τότε πρωτεύουσα της Κίνας Νανγίνγκ παραμένει μια σκοτεινή υπόθεση: η Κίνα ισχυρίζεται ότι βρήκαν το θάνατο γύρω στους 300.000 ανθρώπους, ενώ η Ιαπωνία παραδέχεται ότι σκοτώθηκαν οι μισοί και δεν έχει ακόμα απολογηθεί δημόσια γι΄αυτό το έγκλημα.
  ΄Οταν το σινεμά αποφασίζει να αφήσει στην άκρη τον ρόλο του διασκεδαστή και αναλαμβάνει να ρίξει φως σε σκοτεινές στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας, γεννιούνται ταινίες όπως η «Πόλη της ζωής και του θανάτου».
  Θέλοντας να υπογραμμίσει την ανάγκη συντήρησης της συλλογικής μνήμης, ο κινέζος σκηνοθέτης Λου Τσουάν εμπνεύστηκε ένα αποκαλυπτικό έπος που αναφέρεται σε ένα από τα πιο απεχθή εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος της χώρας του κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα: τη σφαγή του μισού πληθυσμού της πόλης Νανγίνγκ από τον ιαπωνικό αυτοκρατορικό στρατό, τον Δεκέμβρη του 1937.΄Εχοντας ως σκοπό την εξουδετέρωση όσο το δυνατόν περισσότερων Κινέζων και Κορεατών- λαών τους οποίους θεωρούσαν υποδεέστερους, οι Ιάπωνες εισέβαλαν στην Κίνα τον Ιούλιο του 1931, επιβάλλοντος σκληρή κατοχή που κράτησε παραπάνω από μια δεκαετία. Χιλιάδες από τους ανθρώπους αυτούς βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια των έξι εβδομάδων που ο ιαπωνικός στρατός εισέβαλε στη Νανγίνγκ, η οποία είχε γίνει καταφύγιο για όσους επαρχιώτες έφταναν εκεί νομίζοντας ότι θα τους πρόσφερε μεγαλύτερη ασφάλεια σε καιρό πολέμου.
   Μετά το πέρας του πολέμου, οι διαστάσεων γενοκτονίας στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ιαπώνων στη Νανγίνγκ αποτέλεσαν αντικείμενο προστριβών μεταξύ των δύο χωρών. Εβδομήντα δύο χρόνια μετά τα τραγικά συμβάντα κι ενώ η Ιαπωνία εξακολουθεί να μην έχει απολογηθεί ποτέ επισήμως γι’ αυτά, ο 39χρονος σκηνοθέτης μετατρέπει την περιγραφή της σφαγής σε μια συγκλονιστική αντιπολεμική μαρτυρία. Μπορεί το φιλμ να είναι γυρισμένο με συναισθηματική φόρτιση, όμως ο Λου Τσουάν καταφέρνει να σκιαγραφήσει τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές όσο το δυνατόν πιο ακριβοδίκαια. Μάλιστα επιλέγει να αναγορεύσει έναν συμπονετικό και συμπαθή ιάπωνα στρατιώτη σε έναν από τους βασικότερους χαρακτήρες ολόκληρου του φιλμ, επιχειρώντας μέσω αυτού να αντιπροσωπεύσει μια λιγότερο αποκρουστική πλευρά του εχθρού. ΄Ομως ο σκηνοθέτης δεν φανταζόταν τι αντιδράσεις έμελλε να προκαλέσει η συγκεκριμένη απόφασή του στους συμπατριώτες του…
   Η «Πόλη της ζωής και του θανάτου» προβλήθηκε στην Κίνα τον περασμένο Απρίλιο και προξένησε δικαιολογημένο θόρυβο, ανοίγοντας εκ νέου τον φάκελο με τις κτηνωδίες που διαπράχθηκαν εν καιρώ πολέμου, την ίδια ώρα που φάνηκε να αναζωπυρώνει το πατριωτικό και εθνικιστικό πνεύμα της χώρας. Παρά την εισπρακτική επιτυχία που γνώρισε και τις ενθαρρυντικές ως επί το πλείστον κριτικές που έλαβε, η ταινία στάθηκε αιτία να δεχτεί ο σκηνοθέτης πολυάριθμες ανώνυμες απειλές εναντίον της ζωής του και να απαξιωθεί από μερίδα της κοινής γνώμης. ΄Οπως διηγείται, άλλωστε, ο ίδιος, «από την πρώτη εβδομάδα προβολής οι θεατές μοιράστηκαν σε δυο πλευρές: με τη μία μεριά τάχθηκαν όσοι υποστήριξαν εξαρχής την ταινία και με την άλλη μεριά όσοι τη μίσησαν, ζήτησαν να εξαφανιστεί από την επίσημη ιστορία της κινεζικής κινηματογραφίας και αποφάσισαν μαζί της να μισήσουν κι εμένα. Επιπλέον φρόντισαν να μας αποκλείσουν εντελώς από τα ετήσια κρατικά βραβεία. Ευτυχώς που καταφέραμε να στείλουμε την ταινία σε αρκετά φεστιβάλ, εξασφαλίζοντας έτσι την καριέρα της εκτός των κινεζικών συνόρων».
   Πώς ερμηνεύει ο Λου Τσουάν τις ακραίες αντιδράσεις που συνόδεψαν την κυκλοφορία του φιλμ στις αίθουσες; «Δεν είναι όλοι οι θεατές στη χώρα μου ανοιχτόμυαλοι και σίγουρα δεν ήταν έτοιμοι να δεχτούν ότι οι ιάπωνες στρατιώτες ήταν κι αυτοί ανθρώπινα όντα» δηλώνει με πικρία. «Προφανώς, για μερικούς συμπατριώτες μου, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Ο εθνικισμός, όπως αποδεικνύεται, βρίσκεται βαθιά ριζωμένος ακόμη στη χώρα μου. Ελπίζω μόνο ότι οι νεότερες γενιές των Κινέζων και των Ιαπώνων θα δουν την ταινία και θα συνειδητοποιήσουν ίσως κάτι από το μέγεθος της φρίκης γύρω από τα όσα έγιναν στη Νανγίνγκ. Ευτυχώς ο κινηματογράφος έχει αυτή τη δύναμη».
   Οι Κινέζοι παράγουν άχρηστα και φτηνά… Αυτό ξέρουμε…. Κούνια που μας κούναγε, παιδιά. Κοπιάστε σε μια ταινιάρα να πάθετε μεγάλη πλάκα. Μέσα στις καλύτερες της χρονιάς. Η υπέρτατη τέχνη της αναπαράστασης. Αποδεικνύεται οτι οι Κινέζοι παραδίδουν και μαθήματα σκηνοθεσίας και παραγωγής ……
  Το 1937 ο αυτοκρατορικός στρατός της Ιαπωνίας ορμάει, σαρώνει, σκοτώνει. Η Νανγίνγκ, μεταβάλλεται σε δυσθεώρητο σωρό από  σκόνη και ερείπια. Οι Κινέζοι αποτιμούν τριακόσιους χιλιάδες τους νεκρούς. Οι Ιάπωνες ισχυρίζονται πως σκοτώθηκαν οι μισοί. Παιδιά, μην τσακώνεστε. Έτσι κι αλλιώς, η σφαγή είναι πρωτοφανής. Μπροστά σ΄ αυτό το μακελειό, οι σωροί των πτωμάτων Εβραίων στην εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας μοιάζει με συνηθισμένο περιστατικό!
  Αν η ταινία ήταν Μade in Αmerica, θα πήγαινε για Όσκαρ σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, παραγωγής. Απίστευτη ψιλοβελονιά. Όλα, ακόμα και τα τελευταία καδρόνια, εντελώς αυθεντικά. Πλήθος οι κομπάρσοι και οι ηθοποιοί. Και μόνο η καθοδήγηση, η οργάνωση και η πραγμάτωση ενός τόσο κολοσσιαίου εγχειρήματος είναι άθλος για την τέχνη την κινηματογραφική. Η μηχανή σε διαρκή, αργή κίνηση travelling, να αποτυπώνει ανάγλυφα, αλλά από απόσταση, την κόλαση την πολεμική. Κάπου εδώ ο Λου Τσουάν συναντάει τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ της αθάνατης ταινίας «Σταυροί στα χαρακώματα». Τα ντεκόρ σαν έργο θεών. Και η σκηνοθεσία να ενορχηστρώνει μια μουσική συμφωνία σαν λυρική εποποιία. Ο θρίαμβος μιας απίστευτης ρεαλιστικής, ζωντανής, τοιχογραφίας.
  Τρία τα πλεονεκτήματα απ΄ αυτή την αξιοθαύμαστη ιστορία. Το πρώτο, η ανωτερότητα της κινέζικης κινηματογραφίας. Πρώτη φορά που οι Κινέζοι τα βάζουν στα ίσα με τη δική μας (ευρωπαϊκή και αμερικανική) αφηγηματική διαδικασία. Το δεύτερο, η διαλεκτική των αντιθέσεων. Από την καταστροφή προκύπτει αντιπολεμική κραυγή. Απλώς η αυθεντική αναπαράσταση αυτής της σφαγής προκαλεί τη μέγιστη απέχθεια για κάθε εισβολή. Πλαγίως δηλαδή εναντίον κάθε ιμπεριαλιστικής λογικής. Χωρίς ίχνος ρητορείας. Δίχως ευχολόγια και δάνεια από σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Το τρίτο η Ιστορία. Όπως συμβαίνει με κάθε πολιτισμό. Από τον βρετανικό, γερμανικό, γαλλικό και φυσικά αμερικανικό. Όλοι, μα όλοι, τροφοδοτούνται από το αίμα και τις μυλόπετρες που αλέθουν τους λαούς. Έτσι και με την Ιαπωνία του απόλυτου μινιμαλισμού. Τα πτώματα εκατοντάδων χιλιάδων Κινέζων της Νανγίνγκ, η πρώτη ύλη της μεγάλης πατρίδας του Ανατέλλοντος Ηλίου, της ιαπωνικής φυλής. Μάθημα κινηματογράφου και Ιστορίας. Στιγμή μοναδική.
  Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ασπρόμαυρη φωτογραφία, θέλοντας έτσι να καταδείξει την αντίθεση -που υπάρχει και στον τίτλο της ταινίας- μεταξύ ζωής και θανάτου. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό αντιπολεμικό φιλμ, μια ταινία – γροθιά, μια ρεαλιστική απεικόνιση της φρίκης του πολέμου. Το αποκρουστικό πρόσωπο της βίας, ο θάνατος και η καταστροφή δεν είναι πράγματα που έρχονται από κάποιο απροσδιόριστο σύμπαν. Εμπεριέχονται στον άνθρωπο όταν αυτός απεκδύεται τον άνθρωπο και ενδύεται τη στολή του πολέμου. Τότε που η φρίκη γίνεται συνώνυμο των πράξεων και η συλλογική ευθύνη ταυτίζεται με την ατομική και το αντίθετο. Ο πόλεμος είναι παγκόσμιος, δεν είναι κάτι που συνέβη κάποτε, κάπου. Είναι μια καθημερινότητα που μας κυνηγά,που τη ζούμε καθημερινά,που ουδέποτε απομακρύνθηκε.
  Ο Τσουάν Λου κινηματογραφεί με τέτοια δύναμη τα γεγονότα που όταν η λυρική απεικόνιση της βίας και η ποιητικότητα συγκρούονται με τον ωμό ρεαλισμό, δημιουργούν  συναισθήματα σπαρακτικά. Στρατιώτες εισβολείς μακελεύουν άμαχους, η αφήγηση αγκομαχάει, η κάμερα καταγράφει. Ο Λου δεν αφήνεται ούτε στιγμή να αποπροσανατολιστεί από το στόχο του. Δεν κάνει μία ταινία για τους κακούς Ιάπωνες και του καλούς Κινέζους αλλά μια ταινία επικεντρωμένη στη βιαιότητα του πολέμου και την ανθρώπινη αποκτήνωση. Και ο μεγάλος, όπως αποδεικνύεται, αυτός σκηνοθέτης, φροντίζει ώστε να προσδώσει στις εικόνες του και την απαραίτητη αισθητική. Τα πλάνα, η φωτογραφία είναι τόσο καλά φροντισμένα ώστε να μιλάμε για ένα εικαστικό αριστούργημα. Ένα αριστούργημα που επιβεβαιώνει πως το σινεμά είναι και ψυχαγωγία αλλά όχι μόνο. Είναι μία τέχνη που μπορεί και να μας πληγώσει αλλά δια της υπεκφυγής δε γλυτώνουμε το τραύμα. Μόνον εάν κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα, εάν διατηρήσουμε τις μνήμες της φρίκης, θα  καταφέρουμε, ίσως,  να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.
Το City of Life and Death είναι ένα αριστουργηματικό αντιπολεμικό δράμα, που αξίζει δικαιωματικά μια θέση στο κινηματογραφικό πάνθεον του είδους. Στην εναρκτήρια συγκλονιστική σεκάνς, ο Chuan Lu συναντάει τον μεγάλο Elem Germanovich Klimov του Idi i smotri (Έλα να δεις) του 1985  και με μια επιβλητικά ιμπρεσιονιστική φόρμα καταδικάζει απερίφραστα τη φρικαλεότητα του πολέμου. Η κάμερα λοξοβολάει σε κατάσταση ναυτίας, λαβωμένη από τα πυρά της απάνθρωπης πολεμικής αποκρουστικότητας. Ο Chuan Lu παραδίδει μια μαγική και ανεπανάληπτη σκηνοθεσία. Η λυρικότητα συναντά την ωμή βία με οξύμωρα ποιητικό τρόπο. Και ο ρεαλισμός παντρεύεται το φορμαλισμό, σε μια ωριμότατη προσέγγιση που υπερβαίνει κατά πολύ το να χαρακτηρισθεί ως ένα απλό "σκηνοθετικό πείραμα". Και όλα αυτά γράφουν σε μια επίμονα μονοχρωματική φωτογραφία. Το λευκό και το μαύρο, η ζωή και ο θάνατος, η δυστυχία και η ευτυχία, η επιβίωση και ο αφανισμός σ' ένα εφιαλτικό παιχνίδι αντιθέσεων.

Μετά το συγκλονιστικό άνοιγμα της αυλαίας, που κόβει πραγματικά την ανάσα, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η αλλαγή ρότας του Κινέζου σκηνοθέτη με την επιλογή να αναδείξει τη συλλογική, οικουμενική φρίκη του πολέμου, επικεντρώνοντας στα ατομικά στοιχεία-μέρη που τον απαρτίζουν. Όχι, δεν καταφεύγει στο εύκολο μελόδραμα, και η ταινία παρά την εστιασμένη αφήγηση της απέχει πολύ απ' το να χαρακτηρισθεί στρατευμένη. Αντιθέτως, ο Chuan Lu παρατηρεί εκατέρωθεν τις δυο πλευρές έχοντας ξεκάθαρη αποστολή. Ο θάνατος είναι ο αντιχώρος της ζωής. Η εξουσία της υποταγής. Η υγεία της εξαθλίωσης. Η κάθε έννοια υπεισέρχεσαι σε ένα χωροταξικό ισοζύγιο και παράγεται ως το αρνητικό της άλλης. Καθρεφτίζοντας την αδυναμία του ανθρώπινου παράγοντα να επιδράσει σε αυτή τη νομοτελειακή και συστηματική αλληλεπίδραση των χώρων(όχι με τη γεωγραφική έννοια). Ο πόλεμος είναι η απουσία του ανθρώπινου. Ο χώρος γίνεται μια μάσκα επιβολής πάνω στον άνθρωπο. Τον αλλοιώνει, τον υποτάσσει και τον εκμηδενίζει. Μα κυρίως τον ακρωτηριάζει υποδεικνύοντας χλευαστικά την ανεπάρκεια του πνεύματος να επιδράσει στην ύλη. Έτσι, νομοτελειακά η ζωή μεταφράζεται σε θάνατο, η ευτυχία σε δυστυχία, η επιβίωση σε κακουχία κ.ο.κ. σ' ένα σύστημα που λειτουργεί ανεμπόδιστα δίχως τριβές. Κλείνοντας έναν φαύλο κύκλο, η ατομοκεντρική εστίαση του Chuan Lu, μέσω των μηχανισμών των αυτοματοποιημένων αντιθέσεων, επιτυγχάνει μια ευρύτερη και συλλογικότερη θέαση στη βαρβαρότητα του πολέμου.

Το City of Life and Death είναι ένα αριστούργημα. Ένα ανεπανάλληπτο εικαστικό κομψοτέχνημα και μια βροντερή ηχώ στην δυσωδία της πιο φριχτής πράξης. Του πολέμου, της νομιμοποιημένης δολοφονίας.
    Ένα αποκαλυπτικό, αριστουργηματικά κινηματογραφημένο και σπαρακτικά ανθρώπινο χρονικό του κάθε πολέμου, το «City Of Life And Death» είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές ταινίες της χρονιάς.
κριτικές από τους Λουκά Κάτσικα από το Επτά της Ελευθεροτυπίας , τον Δημήτρη Δανίκα από Τα Νέα (www.tanea.dolnet.gr)   και τον Στράτο Κερσανίδη (http://kersanidis.wordpress.com).