11.10.18

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

LION (2016)

Σκηνοθεσία: Γκαρθ Ντέιβις
Σενάριο: Λιούκ Ντέιβις
Ηθοποιοί: Νικόλ Κίντμαν, Ντεβ Πατέλ, Ρούνι Μάρα
Κατηγορία:  Βιογραφική, Δραματική
Χώρα: Αυστραλία
Διάρκεια: 120΄
Διακρίσεις: Υποψήφια για 6 Όσκαρ και 4 Χρυσές Σφαίρες.


Στη βόρεια Ινδία, ο πεντάχρονος Σαρού μπαίνει στο λάθος τρένο και ταξιδεύει τρομοκρατημένος και μόνος χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του, στην χαοτική Καλκούτα. Εκεί γίνεται ένα από τα ημι-άγρια παιδιά του δρόμου και σαν από θαύμα καταφέρνει να επιβιώσει από πολλούς κινδύνους, καταλήγοντας σε ένα ορφανοτροφείο. Τελικά ο Σαρού υιοθετείται από ένα ζευγάρι Αυστραλών, οι οποίοι τον μεγαλώνουν με αγάπη. Ο Σαρού, όμως, δεν μπορεί να αφήσει πίσω του το παρελθόν, και αποφασίζει να εντοπίσει το παλιό του σπίτι και μαζί του την οικογένειά του, με την βοήθεια ενός καινούριου τεχνολογικού βοηθήματος που ονομάζεται google earth.

Είναι εύκολο να γίνεις κυνικός με μια ταινία σαν το «Lion». Δεν είναι μόνο ότι ξέρει να πατά τα συναισθηματικά κουμπιά σου με τρόπο πιο πετυχημένο απ όσο το google earth σε μεταφέρει σε συγκεκριμένες συντεταγμένες, αλλά κι ότι η σκηνοθεσία του Γκαρθ Ντέιβις έχει την ατσαλάκωτη τελειότητα μιας καλογυαλισμένης διαφήμισης –τον χώρο από τον οποίο ο σκηνοθέτης προέρχεται, με μια στάση πριν στο «Top of the Lake». Όμως είναι αληθινά δύσκολο να μην παρασυρθείς από μια ιστορία που ακόμη κι αν δεν είναι τόσο εξαιρετική όσο παρουσιάζεται –οι τίτλοι τέλους εξηγούν ότι περισσότερα από 80.000 παιδιά εξαφανίζονται στην Ινδία κάθε χρόνο και πιθανότατα πολλά από αυτά βιώνουν πολύ πιο συγκλονιστικές οδύσσειες- το «Lion» ξέρει να κάνει σινεμά που γκρεμίζει τα οχυρά του κυνισμού σου.
Ναι δεν κρύβει τις προθέσεις του να γίνει ένα χορταστικό tearjerker, ναι κινηματογραφεί ακόμη και την πιο βρώμικη και σκληρή πλευρά της Ινδίας με τρόπο φωτογενή, ναι είναι ξεκάθαρα χειριστικό συναισθηματικά και ίσως υπερβολικά απλουστευτικό, αλλά όπως ξέρει να κάνει το καλό σινεμά, εδώ η συνταγή του λειτουργεί απόλυτα. Η συγκίνηση είναι κατά στιγμές βαθιά, τα δάκρυα κυλούν ασυγκράτητα και οι εξαιρετικοί ηθοποιοί δίνουν στους χαρακτήρες τους την αλήθεια και την πειστικότητα που η ιστορία απαιτεί με την Νικόλ Κίντμαν να κλέβει την παράσταση στον ρόλο της μητέρας που υιοθετεί τον μικρό Σαρού, σε μερικές στιγμές που θυμίζουν ότι μπορεί να είναι μια αληθινά σπουδαία ηθοποιός.
Παρ’ όλες τις αντιδράσεις που μπορεί να εγείρει το μυαλό και η σχετική ευκολία με την οποία μπορείς να δεις την «κατασκευή» πίσω από αυτό το μεγαλοπρεπές μελόδραμα, μοιάζει πολύ δύσκολο να αντισταθείς στην ακρίβεια με την οποία η ταινία λειτουργεί και στο πόσο καλοφτιαγμένη είναι. Και στην πραγματικότητα ακόμη και το πιο κυνικό και σκληρό κομμάτι του εαυτού σας είναι αδύνατον να  μην παραδοθεί σε ένα καθαρτικό κλάμα και στην σαγηνευτικά σαρωτική επίδραση που μπορεί να έχει πάνω σας μια γερή δόση ελπίδας. Το άλλο, εύρημα στο περιεχόμενο, αφορά το alter ego του σκηνοθέτη, το παρόν σε όλη του σχεδόν την ύστερη φιλμογραφία. Ενώ εύλογα θεωρούμε από την αρχή πως είδωλο του Άλεν είναι ο Μίκι, παρασυρμένοι από την σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση και τις φιλολογικές του εμμονές, αντιλαμβανόμαστε στην εξέλιξη πως ο πραγματικός Άλεν εδώ δεν είναι παρά ο μικρός Ρίτσι (ο Άλεν είχε την ίδια περίπου ηλικία εκείνες τις «Μέρες Ραδιοφώνου»), του οποίου η πυρομανία κάνει στάχτη από χαρτιά και παλιόξυλα μέχρι ολόκληρα διαμερίσματα. Στον αγώνα του να αφανίσει τη δυστυχία που πανταχόθεν τον περιβάλλει, ο Ρίτσι δε θα διστάσει να μπουρλοτιάσει και τα γραφεία της ψυχιάτρου όπου τον στέλνει η απηυδισμένη μάνα του, με το ίδιο πιθανότατα σπίρτο που ο Άλεν πυρπολεί τώρα όλες τις καρτ βιζίτ όλων των ψυχιάτρων από τους οποίους μάταια ζητούσε εξηγήσεις επί δεκαετίες.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου